Πώς η επιβολή φόρου στον άνθρακα μπορεί να αυξήσει τη φτώχεια
Μία έμμεση επίπτωση της κλιματικής αλλαγής που διευρύνει τις ανισότητες
Tων Jana Randow και Reade Pickert*
Η κλιματική αλλαγή διευρύνει την ανισότητα και σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα πρόκειται να οδηγήσει 68, ίσως και 135 εκατ. άτομα στην ένδεια μέχρι το 2030. Χωρίς την οικονομική στήριξη των κυβερνήσεων, όμως, και τα μέτρα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μπορεί να έχουν τον ίδιο αντίκτυπο. Ενα από τα δημοφιλέστερα μέτρα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μπορεί να έχει τίμημα την ακόμη μεγαλύτερη διεύρυνση της ανισότητας στην παγκόσμια οικονομία. Ο λόγος για τη γνωστή πολιτική της επιβολής φόρου στην κατανάλωση άνθρακα, τη χρέωση δηλαδή επιχειρήσεων και καταναλωτών με σκοπό τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων. Το θέμα του κατά πόσο πρέπει να επιβληθεί τέτοιος φόρος και με ποιον τρόπο, συζητήθηκε στη σύνοδο της Γλασκώβης.
Ενας λόγος προβληματισμού για το θέμα είναι πως ο φόρος αυτός μπορεί να πλήξει δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά του κόσμου, που ήδη υποφέρουν από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο λόγος είναι πως τα φτωχότερα νοικοκυριά τείνουν να καταναλώνουν μεγαλύτερη μερίδα του εισοδήματός τους σε φυσικό αέριο για θέρμανση ή σε καύσιμο κίνησης. Οι οικογένειες χαμηλού εισοδήματος εγκαθίστανται συνήθως σε περιοχές με ανεπαρκή μέσα μαζικής μεταφοράς και αναγκάζονται να χρησιμοποιούν πολύ περισσότερο τα αυτοκίνητά τους.
Το θέμα θέτει σε εργασία του σχετική με τον αντίκτυπο των φόρων στον άνθρακα ο Μπαοπίνγκ Σανγκ, οικονομολόγος του ΔΝΤ, που επισημαίνει ότι «οι φτωχοί θα πληγούν περισσότερο από τους φόρους στον άνθρακα». Οπως διευκρινίζει, «πρώτα απ’ όλα σε πολλές χώρες θα επιδεινώσει τις ανισότητες, γι’ αυτό και θα είναι τόσο καθοριστική η στήριξη της κυβέρνησης».
Πράγματι, χωρίς ακόμη να έχει επιβληθεί τέτοιου είδους φόρος, η αύξηση των τιμών της ενέργειας έχει προκαλέσει ταραχές σε πολλές χώρες – στον Ισημερινό, στη Νιγηρία και το Ιράν. Οι κοινωνικές εκρήξεις στις χώρες αυτές έχουν δώσει έτσι μια πρόγευση του τι πρόκειται να ακολουθήσει αν οι πολιτικοί αποφασίσουν να επιβάλουν τέτοιου είδους φόρο. Και βέβαια το θέμα δεν είναι αφορά μόνον αυτές τις φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και τη δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, τη Γαλλία. Η χώρα που συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα έσοδα από τους φόρους στην κατανάλωση άνθρακα αναγκάστηκε το 2018 να αποσύρει το σχέδιό της για επιβολή ειδικού φόρου στα καύσιμα υπό το βάρος των συνεχιζόμενων επί μήνες διαδηλώσεων και του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων».
Σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό επιβαρύνονται οι φτωχοί του κόσμου και από τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων.
Αυτού του είδους οι κοινωνικές εκρήξεις υπογραμμίζουν την ανάγκη να γίνει αντιληπτό πώς θα κατανεμηθούν οι επιπτώσεις από έναν φόρο στον άνθρακα και να βρεθούν πολιτικές που θα διασφαλίσουν ότι η προστασία του πλανήτη και του κλίματος δεν θα έχει τίμημα τη διεύρυνση των ανισοτήτων.
Γενικά οι κυβερνήσεις είναι αυτές που επιβάλλουν τους φόρους στον άνθρακα, αλλά μπορούν να αναλάβουν αντίστοιχες ευθύνες και οι τοπικές αρχές, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ, οι κυβερνήσεις συνήθως χρησιμοποιούν τα φορολογικά έσοδα για να εξισορροπήσουν το βάρος που επωμίζονται οι καταναλωτές, οι επιχειρήσεις και η ευρύτερη οικονομία.
Ταυτοχρόνως τα έσοδα από το εμπόριο δικαιωμάτων εκπομπών καυσαερίων χρησιμοποιούνται συνήθως για πράσινες επενδύσεις. Οι φόροι από μόνοι τους δεν αρκούν, άλλωστε, για να επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των εκπομπών καυσαερίων. Η Σουηδία, μία από τις πρώτες χώρες που επέβαλαν φόρο στην κατανάλωση άνθρακα το 1991, σήμερα έχει τον υψηλότερο αντίστοιχο φόρο από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Μελέτη σχετική με τον αντίκτυπο του φόρου σε διαφορετικά εισοδηματικά στρώματα στη διάρκεια της περιόδου 1999-2012 κατέδειξε πως είναι μεγάλη η επιβάρυνση στα χαμηλά εισοδήματα και σχετίζεται άμεσα με την αύξηση της ανισότητας που σημειώθηκε στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Τέτοιου είδους προβλήματα πυροδότησαν το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία το 2018, καθώς μεγάλη μερίδα των Γάλλων, αν και υποστήριζε τα μέτρα κατά της κλιματικής αλλαγής, θεώρησε ότι ο φόρος στα καύσιμα ήταν ένα μέτρο άδικο. Ηδη πολλές χώρες προσπαθούν να εξουδετερώσουν τον αντίκτυπο που έχουν οι πολιτικές αυτές στα οικονομικά ατόμων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Και στο μεταξύ, το κόστος αυτών των πολιτικών μπορεί να συνδυαστεί με την αύξηση των τιμών των τροφίμων, που πλήττει και πάλι τους φτωχότερους αυτού του κόσμου. Η υπηρεσία Τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών, που την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκε στην εκτόξευση των τιμών των τροφίμων κατά 30%, χθες προειδοποίησε πως τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και ειδικότερα οι καθυστερήσεις στις φορτώσεις θα οδηγήσουν τις τιμές των τροφίμων, σιτηρών και οπωροκηπευτικών, σε νέα αύξηση κατά 14%. Θα φτάσουν έτσι στο 1,75 τρισ. δολ. σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπογράμμισε, επίσης, ότι σοβαρότερος λόγος ανησυχίας είναι ότι οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται στις αναπτυσσόμενες και φτωχές χώρες ταχύτερα σε σύγκριση με τις αναπτυγμένες οικονομίες. Εν ολίγοις, επιβαρύνονται και πάλι σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό οι φτωχοί του κόσμου.
* Αρθρογράφοι στο Bloomberg. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην «Καθημερινή».
Διαβάστε επίσης:
Πώς το σκρολ ντάουν… βλάπτει σοβαρά το περιβάλλον
Rolls – Royce: Προχωρά στη δημιουργία μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων
Λογαριασμοί ρεύματος: Στα 39 ευρώ η επιδότηση μηνιαίως για Νοέμβριο και Δεκέμβριο
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News