Δημοσκόπηση ALCO: 8 στους 10 θέλουν έρευνες για υδρογονάνθρακες
Υψηλές προσδοκίες για τα οικονομικά και εθνικά οφέλη
Σημαντική αποδοχή έχει ο κλάδος υδρογονανθράκων από την ελληνική κοινωνία, σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενήργησε η εταιρεία ALCO την περίοδο 28 Μαϊου-2 Ιουλίου σε δείγμα ατόμων σε όλη την Ελλάδα, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάζει το «MR».
Η έρευνα αποτυπώνει ένα πλέγμα θετικών αντιλήψεων για την ύπαρξη υδρογονανθράκων στη χώρα, τα σημαντικά οφέλη από την ανακάλυψη και αξιοποίησή τους και για την οριζόντια κοινωνική αποδοχή τους, ανεξαρτήτως ηλιακής, γεωγραφικής και πολιτικής τοποθέτησης. Μέρος των ευρημάτων έχουν ήδη παρουσιαστεί στις εταιρείες του κλάδου υδρογονανθράκων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα (Energean, ΕΛΠΕ, Total μεταξύ άλλων) καθώς και σε εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Σύμφωνα με την έρευνα:
-Το 79% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η Ελλάδα διαθέτει αναξιοποίητα κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου
-Το 80% εκτιμά ότι πρέπει να προχωρήσουν άμεσα οι έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (στα οικόπεδα που έχουν παραχωρηθεί)
-Το 71% των ερωτώμενων θεωρεί ότι το όφελος για τα εθνικά συμφέροντα από την αξιοποίηση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων θα είναι μεγάλο, ενώ το 64% «βλέπει» μεγάλο οικονομικό όφελος (τα αντίστοιχα ποσοστά για αυτούς που κάνουν λόγο για μέτριο όφελος είναι 15% και 18% αντίστοιχα).
Όπως εκτιμούν παράγοντες του κλάδου που μίλησαν στο «MR», η έρευνα κινείται «κόντρα στο ρεύμα» της αντίληψης ότι η κοινή γνώμη είναι αρνητική για την αγορά υδρογονανθράκων, μια αγορά δυνητικού ύψους 250 δις. ευρώ (αν βέβαια οι έρευνες στα ελληνικά οικόπεδα «δείξουν» κοιτάσματα).
Το φυσικό αέριο η «γέφυρα» στην ενεργειακή μετάβαση
Οι ίδιες πηγές σημείωσαν ότι το 85% των ερευνητικών στόχων αφορούν στο φυσικό αέριο, το οποίο αποτελεί το καύσιμο-γέφυρα προς την ενεργειακή μετάβαση που θα διαρκέσει αρκετές δεκαετίες. O κομβικός του ρόλος, άλλωστε, αποτυπώνεται και στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Το φυσικό αέριο –που παράγει πολύ λιγότερους ρύπους σε σχέση με άλλα ορυκτά καύσιμα- θα κληθεί όχι μόνο να καλύψει το ενεργειακό «κενό» από την fast track απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, αλλά και να δώσει λύσεις στην ανάγκη για προσιτή οικονομικά ενέργεια, μέχρι να ωριμάσουν οι τεχνολογίες που θα επιτρέψουν την κυριαρχία των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα της χώρας, με δεδομένη την μεταβλητότητα που χαρακτηρίζει την παραγωγή τους.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος της όλης συζήτησης είναι η αξιοποίηση των υποδομών φυσικού αερίου που αναπτύσσονται αυτή τη στιγμή για το πέρασμα στο μπλε και το «πράσινο» υδρογόνο, καθώς και την ανάπτυξη εφαρμογών δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα.
Στην Ελλάδα, η κινητοποίηση του κλάδου υδρογονανθράκων (με αίσια έκβαση μέρους των ερευνών) θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά την ασφάλεια εφοδιασμού και να μειώσει την υψηλή εξάρτηση της χώρας από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Είναι ενδεικτικό ότι το κόστος των εν λόγω εισαγωγών την τελευταία 10ετία ανήλθε σε 150 δισ. ευρώ περίπου. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα, σε συνδυασμό με την αυτόνομη παραγωγή φυσικού αερίου, θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιστάθμιση σημαντικού μέρους αυτής της επιβάρυνσης.
«Το φυσικό αέριο και οι ΑΠΕ πάνε χέρι-χέρι. Το φυσικό αέριο δεν είναι εχθρός της πράσινης ατζέντας, αλλά πολύ σημαντικός καταλύτης για την υλοποίησή της», καταλήγουν οι πηγές.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News