Ελλείψεις προσωπικού: Αναγκαία η αναβάθμιση των τουριστικών σπουδών
«Εγώ, όπως και πολλοί στη γενιά μου, είμαστε ήδη χάλια οικονομικά, οπότε προσπαθούμε να διαφυλάξουμε τουλάχιστον την ψυχική μας ηρεμία και τον προσωπικό μας χρόνο». Αυτή είναι η αυθόρμητη απάντηση που δίνει στην «Κ» ο 25χρονος Χρήστος, που αν και αυτή τη στιγμή δεν έχει δουλειά, αρνείται να δουλέψει ως ξενοδοχοϋπάλληλος παρά την προϋπηρεσία του. Προτιμά μάλιστα, όπως δηλώνει, τη σκληρή δουλειά στο χωράφι παρά σε κάποιο πεντάστερο ξενοδοχείο.
Η περίπτωση του Χρήστου δεν είναι μεμονωμένη. Ο 38χρονος Αλέξης προσπαθεί να κάνει μια αποτίμηση δύο «σεζόν» στη Σαντορίνη. «Μου έλεγαν όλοι “η Σαντορίνη είναι σχολείο”, και πράγματι είναι», λέει στην «Κ» από το Βερολίνο. «Δούλεψα δύο καλοκαίρια αξιοποιώντας τις τέσσερις ξένες γλώσσες που μιλάω», θυμάται. «Πήρα περισσότερα χρήματα απ’ όσα θα μου έδινε μια συμβατική δουλειά, στηριζόμουν όμως στα “μαύρα”». Δεν θα σκεφτόταν ποτέ ένα «comeback» – «συνειδητοποίησα τη ματαιότητα των “μαύρων”, τα οποία δεν συνυπολογίζονται ούτε στο επίδομα ανεργίας ούτε σε μια μελλοντική σύνταξη».
Η «βαριά βιομηχανία της χώρας» χάνει, λοιπόν, σταδιακά το ανθρώπινο δυναμικό της και η πολυαναμενόμενη τουριστική σεζόν ξεκίνησε με δεκάδες χιλιάδες κενές θέσεις εργαζομένων. Είναι επομένως η στιγμή της αυτοκριτικής για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
«Τα τελευταία 20 χρόνια οι δημόσιες σχολές τουριστικής εκπαίδευσης (Αναβύσσου, Κρήτης κ.λπ.), από τις οποίες κάθε χρόνο αποφοιτούν χιλιάδες, δεν έχουν αναβαθμιστεί, αντιθέτως έχουν υποβαθμιστεί», εξηγεί στην «Κ» ο Αργύρης Νταουλιάρης, γενικός διευθυντής Λειτουργίας και Ποιότητας μεγάλης αλυσίδας ξενοδοχείων και ιδρυτής της Innjobs.net. «Υπήρξα και εγώ απόφοιτος από δημόσια σχολή και συνέχισα τις σπουδές μου με υποτροφία σε Γαλλία και ΗΠΑ», διευκρινίζει. «Τα προγράμματα σπουδών δεν έχουν επικαιροποιηθεί, ενώ συνεχώς αλλάζει το υπουργείο που τις εποπτεύει». Το έλλειμμα εκπαίδευσης φαίνεται να μην αναπληρώνεται ούτε αργότερα.
«Οι ξενοδόχοι σπάνια ενδιαφέρονται να επιμορφώσουν το προσωπικό τους», υπογραμμίζει ο κ. Νταουλιάρης. «Οι εργοδότες θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τους εργαζομένους να παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα τον χειμώνα, προτείνοντάς τους παράλληλα με το επίδομα ανεργίας να τους καταβάλλουν και εκείνοι κάποιο επιπλέον ποσό», σχολιάζει η Δανάη Μπεζαντάκου, CEO ναυτιλιακής εταιρείας, διευθύντρια τουριστικής εταιρείας και πρόεδρος ξενοδοχείου στο Ιόνιο. «Το ευκταίο είναι ο βοηθός μάγειρα να εξελιχθεί σε μάγειρα κ.ο.κ.». Οπως παρατηρεί, «οι εργαζόμενοι στον πιο σημαντικό τομέα, αυτόν της καθαριότητας ενός ξενοδοχείου, είναι και οι πιο παραμελημένοι». Η συνηθισμένη «έγνοια» των εργοδοτών είναι γύρω στον Μάιο να αναζητούν «καλές και φθηνές» καμαριέρες…
«Προ δεκαετίας οι εργαζόμενοι στον τουρισμό, εφόσον είχαν συγκεντρώσει όλα τα απαιτούμενα ένσημα, λάμβαναν στα 20 χρόνια εργασίας ένα εφάπαξ ύψους 30.000-50.000 ευρώ», θυμίζει ο κ. Νταουλιάρης. «Αυτό ήταν ένα κίνητρο, δεδομένου ότι με το πέρας των ετών πολλοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και στα ωράρια του κλάδου. Τους δινόταν λοιπόν η δυνατότητα σε μια μεγαλύτερη ηλικία να ξεκινήσουν κάτι δικό τους». Σήμερα, το εν λόγω εφάπαξ, που έχει ήδη μειωθεί περί το 55%, δίνεται όταν ο εργαζόμενος βγαίνει στη σύνταξη. «Αντιστοίχως, η συγχώνευση του ταμείου ξενοδοχοϋπαλλήλων (ΤΑΞΥ) με τον ΕΟΠΥΥ προκάλεσε δυσαρέσκεια των ασφαλισμένων, γιατί πολλοί ζουν σε ακριτικές περιοχές με συνέπεια η αγωνία για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη να είναι μεγάλη». Μέσα σε περίπου μία δεκαετία, τα «προνόμια» που απολάμβαναν οι εργαζόμενοι του κλάδου χάνονται και το επάγγελμα παύει να είναι ελκυστικό.
Τα κενά ερμηνεύονται και από την αποχώρηση πολλών αλλοδαπών εργαζομένων. Αρκετοί με καταγωγή από την Αλβανία βρήκαν δουλειά στον κατασκευαστικό κλάδο, που βρίσκεται σε άνοδο και τους προσφέρει εισόδημα 12 μήνες και δυνατότητα για διακοπές το καλοκαίρι. Στα χρόνια που πέρασαν, η Βουλγαρία αναπτύχθηκε πολύ, απέκτησε υψηλών προδιαγραφών ξενοδοχειακές μονάδες και ανέβασε το ημερομίσθιο. Γιατί, λοιπόν, ένας Βούλγαρος να μείνει στην Ελλάδα με 700 ευρώ και να μην επιστρέψει στην πατρίδα του με 600; Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», στην Κρήτη, όπου η αποχώρηση των αλλοδαπών εργαζομένων έχει πλήξει τουρισμό και αγροτική παραγωγή, καταφθάνουν «τσάρτερ» με εργαζομένους ακόμα και από την Αφρική.
«Αντιστοίχως, βέβαια, και όσοι είχαν εγκαταλείψει έως το 2012 την Ελλάδα λόγω κρίσης, δεν επέστρεψαν ή, αν το κάνουν, δεν θα απορροφηθούν στον τουρισμό», σχολιάζει ο κ. Νταουλιάρης, ο οποίος ως Ελληνογάλλος έχει γνώση της εργασιακής πραγματικότητας στη Γαλλία. Αλλωστε, μέσω του Innjobs.fr, που απευθύνεται σε Ελληνες εργαζομένους που αναζητούν εργασία στον τουριστικό κλάδο της Γαλλίας, έχει στη διάθεσή του στατιστικά στοιχεία. «Εκεί ο κατώτατος μισθός για ένα σερβιτόρο είναι τα 1.800 καθαρά και εδώ φτάνει με το ζόρι τα 870».
Η απουσία εθνικής στρατηγικής στον τουρισμό έχει πολλαπλές συνέπειες. Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου αποτελεί ήδη από τη δεκαετία του ’80 ένα προσφιλές θέμα συζήτησης και μια ιδέα που για τις περισσότερες περιοχές της χώρας μένει… στα χαρτιά. «Η Αθήνα μπορεί να εξελιχθεί στον απόλυτο προορισμό συνεδριακού τουρισμού, που θα έφερνε τουρίστες στο κλεινόν άστυ όλο τον χρόνο», σημειώνει ο κ. Νταουλιάρης. «Ομως, δεν διαθέτει συνεδριακό κέντρο δυναμικότητας 10.000 ατόμων, ενώ η αξιοποίηση του Tae Kwon Do δεν ολοκληρώθηκε ποτέ».
Οσοι, λοιπόν, έχουν προσόντα δεν θα μετακομίσουν σε μια τουριστική περιοχή για να εργαστούν μόνο 2,5 μήνες, ακόμα και αν οι αποδοχές είναι υψηλότερες από έναν συμβατικό μισθό. «Ετσι, η απασχόληση στον τουρισμό αντιμετωπίζεται από την ελληνική κοινωνία περισσότερο ως χόμπι παρά ως ένα επάγγελμα στο οποίο κάποιος μπορεί να κάνει καριέρα», παρατηρεί η κ. Μπεζαντάκου. Δουλειά «σεζόν» αναζητούν φοιτητές και νέοι έως ότου βρουν κάτι σταθερό στο αντικείμενό τους, με την προσδοκία να συνδυάσουν δουλειά και διακοπές, ή μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι με άλλες, παράλληλες επαγγελματικές δραστηριότητες.
«Δεν αντέχουν άλλη πίεση»
Η διετής πανδημία, που περιόρισε καταλυτικά τις μετακινήσεις και τα ταξίδια, επέδρασε σημαντικά στην κοσμοθεωρία των εργαζομένων. «Κάποιοι, στο διάστημα που ο τουρισμός ήταν ανενεργός, βρήκαν άλλη δουλειά, πιθανώς στον τόπο κατοικίας τους και με πιο ομαλό ωράριο, οπότε προτίμησαν τη νέα τους εργασιακή καθημερινότητα», αναφέρει ο κ. Νταουλιάρης. «Πολλοί έχουν πιεστεί τόσο πολύ ψυχολογικά που δεν μπορούν να ανεχθούν περισσότερη πίεση φέτος το καλοκαίρι, θέλουν να ζήσουν το τώρα, να απολαύσουν όσο μπορούν τον ήλιο και τη θάλασσα με τους οικείους τους, γιατί, όπως διαπιστώσαμε, κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον», καταλήγει η κ. Μπεζαντάκου.
Πηγή: kathimerini.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News