Οι τουρίστες δεν τρώνε ελληνικά προϊόντα: Πρωινό από το… εξωτερικό στα ξενοδοχεία
Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος εισήγαγε το «Ελληνικό Πρωινό», ένα πρόγραμμα με στόχο την ανάδειξη του γαστρονομικού πλούτου της χώρας μέσα από το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας. Ωστόσο, δέκα και πλέον χρόνια μετά, μόλις 843 επιχειρήσεις συμμετέχουν στο πρόγραμμα, όπως μας πληροφορεί ο σχετικός ιστότοπος www.greekbreakfrast.gr, αριθμός που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 10% του συνόλου των ξενοδοχειακών μονάδων που λειτουργούν στη χώρα μας. Στην πλέον επισκέψιμη περιφέρεια της χώρας, αυτήν της Κρήτης, μόνο το 8% των ξενοδοχειακών μονάδων συμμετείχε το 2020, αν και στην περίπτωση των ξενοδοχείων 5 αστέρων αυτό το ποσοστό έφθανε στο 38%, ενώ έπεφτε δραματικά στις χαμηλότερες κατηγορίες.
Αντίστοιχη ήταν η εικόνα στον εμβληματικό προορισμό της Σαντορίνης, όπου από τις περίπου 300 μονάδες, μόνον οι 21 είχαν πάρει μέρος μέχρι τις αρχές του 2021. Οι ξένοι τουρίστες που επισκέπτονται τη Σαντορίνη δύσκολα θα βρουν να δοκιμάσουν στα ξενοδοχεία φάβα και ντοματάκι, δηλαδή τα δύο προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) του νησιού, καθώς οι τουριστικές επιχειρήσεις δεν τα χρησιμοποιούν επικαλούμενες το υψηλό κόστος αυτών των προϊόντων.
Η υποκατάσταση εγχώριων προϊόντων με εισαγόμενα χαμηλότερης τιμής, αλλά συχνά και χαμηλότερης ποιότητας και γεύσης, αποτελεί δυστυχώς συχνό φαινόμενο τόσο στα ξενοδοχεία όσο και στις επιχειρήσεις εστίασης. Σύμφωνα με έρευνα της διανεοσις που τιτλοφορείται «Τουρισμός και Αγροδιατροφή στην Ελλάδα» και συνέγραψαν η Μαριάννα Σκυλακάκη και ο δρ Θοδωρής Μπένος, από το 13,24% του εισερχόμενου τουριστικού εισοδήματος που διαρρέει στο εξωτερικό, 6,75% αφορά τα καταλύματα και συμπεριλαμβάνει τα τρόφιμα εστιατορίου, ενώ 1,27% αφορά την (εκτός καταλυμάτων) εστίαση. Για τα τρόφιμα εστιατορίου το ποσοστό των εισαγόμενων προϊόντων ανέρχεται σε 74,4% για τα ξενοδοχεία ενός αστέρα, 62% για τα ξενοδοχεία 2 αστέρων, 35,7% για τα ξενοδοχεία 3 αστέρων, 28,8% για τα ξενοδοχεία 4 αστέρων και 39,6% για τα ξενοδοχεία 5 αστέρων.
Μαζί με τα χρήματα που χάνονται στο εξωτερικό λόγω της εισαγωγής τροφίμων, αντί της αξιοποίησης της εγχώριας παραγωγής, χάνονται και η ευκαιρία ανάδειξης των μοναδικών ελληνικών προϊόντων μέσα από τον τουρισμό και η προοπτική μεγέθυνσης των εξαγωγών.
Για ποιους λόγους, όμως, δεν υπάρχει η απαιτούμενη συνεργασία ανάμεσα στους κλάδους της αγροδιατροφής και του τουρισμού; Από την πλευρά των παραγόντων του τουρισμού εκτός από το ζήτημα του κόστους τίθεται και αυτό της καθυστέρησης των παραδόσεων, αλλά και ζητήματα διαθεσιμότητας στις απαιτούμενες ποσότητες. Σε ό,τι αφορά το κόστος, αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι η ελληνική παραγωγή δεν απολαμβάνει, κατά κανόνα, οικονομίες κλίμακας, ενώ υπάρχει και έλλειμμα οργάνωσης και συνεργασίας μεταξύ παραγωγών.
Οι συγγραφείς της έρευνας προτείνουν σειρά λύσεων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Μεταξύ αυτών προτείνονται η κατάρτιση και εφαρμογή στρατηγικού εθνικού σχεδίου για την επίτευξη διασύνδεσης μεταξύ των δύο κλάδων και την προώθηση του συνδυαστικού εθνικού brand αγροδιατροφής – τουρισμού, η δημιουργία ειδικών προσαρμοσμένων πακέτων all inclusive που να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα ποσοστά κατανάλωσης τοπικών προϊόντων, και η δημιουργία πωλητηρίων και προθηκών σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, με συνεργασία των επιμελητηρίων και των δήμων.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News