Πώς το ευρώ έχασε το 30% της αγοραστικής του δύναμης τα τελευταία 20 χρόνια
Η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος από τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από ριζοσπαστικό και μοναδικό εγχείρημα για την ιστορία της Ευρώπης, ήταν και φιλόδοξο το οποίο έτυχε θερμής υποδοχής. Εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου που παρέμεινε στη στερλίνα για λόγους που έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι στη Βρετανία δεν αρέσκονται να αλλάζουν τις παραδόσεις τους, όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες προσχώρησαν στην Ευρωζώνη, το μπλοκ δηλαδή που απαρτίζεται από τις χώρες που χρησιμοποιούν το ευρώ.
Σίγουρα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής όταν κατάρτιζαν τα φιλόδοξά τους σχέδια, ευελπιστούσαν σε ένα ισχυρό νόμισμα το οποίο θα μπορούσε να συναγωνισθεί το αμερικανικό δολάριο, το νόμισμα που κυριαρχεί στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Επειδή όμως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, τα αποτελέσματα της πορείας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος δείχνουν μια διαφορετική εικόνα.
Σύμφωνα με ανάλυση της Οfficialdata, το ευρώ από το 2000 έως το 2020 έχει απωλέσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο 30% της αγοραστικής του δύναμης, κάτι που σημαίνει ότι σήμερα κάποιος με ένα ευρώ μπορεί να αγοράσει προϊόντα και υπηρεσίες που το 2000 στοίχιζαν 0,7 του ευρώ.
Στο διάστημα αυτό το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα πέρασε από σαράντα κύματα.
Με χρονολογική σειρά, την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, στη συνέχεια την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας όταν η Ευρωζώνη βρέθηκε στο χείλος της διάλυσης και τώρα την κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού. Επιπλέον στο διάστημα αυτό των είκοσι ετών ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη κινούνταν δυσανάλογα, με αποτέλεσμα προκειμένου οι τιμές να παραμείνουν σε ένα κοινό παρονομαστή, να υποβαθμίζεται το ευρώ.
Μάλιστα όπως επισημαίνεται στην ανάλυση όταν ο πληθωρισμός στην Ευρώπη κινούταν σε υψηλά επίπεδα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να τον χαλιναγωγήσει κατέφυγε στην πρακτική της αύξηση των επιτοκίων. Μόνο το 2006 προχώρησε σε τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων σε διάστημα 8 μηνών (σε κάθε συνεδρίαση δηλαδή), αποδυναμώνοντας όπως τελικά αποδείχθηκε περαιτέρω το ευρώ.
Επιβαρυντική όπως φάνηκε στην πορεία ήταν και η υπερβολική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ που ακολούθησε μετά την κρίση του 2008. Το πρώτο διάστημα της κρίσης τα επιτόκια παρέμεναν ψηλά, με τους επενδυτές να στρέφονται στα ασφαλή καταφύγια όπως είναι το αμερικανικό δολάριο, γυρνώντας την πλάτη στο ευρώ.
Κι ενώ είχαν αρχίσει τα πρώιμα βήματα της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, ήρθε η πανδημία του κορωνοϊού να φέρει μια πρωτόγνωρη ύφεση της τάξεως του 6,6% για την Ευρωζώνη και να αναγκάζει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της ανώτατης ευρωπαϊκής τραπεζικής αρχής σε αναδίπλωση των σχεδίων τους.
Στο μεσοδιάστημα αυτό υπήρξε όμως και μια ακόμη μεγάλη κρίση, η οποία έμεινε στην ιστορία από μια ατάκα του τότε επικεφαλής και νυν επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης Μάριο Ντράγκι.
Στην Ευρωζώνη το 2012 η κρίση χρέους στην Ελλάδα έχει μεταδοθεί σε όλη την Ευρωζώνη και το ευρώ βρίσκεται πριν την κατάρρευση. Τότε ο Μάριο Ντράγκι αναλαμβάνει δράση και εκείνη η αντίδρασή του είναι που του προσέδωσε το προσωνύμιο «σούπερ Μάριο».
Τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς μιλώντας σε συνέδριο στο Λονδίνο σε ερώτηση για το τι προτίθεται να κάνει για να διασώσει το ευρώ αναφωνεί την ιστορική απάντηση: «Whatever it takes».
Πράγματι ο Μάριο Ντράγκι έκανε ότι χρειαζόταν για να σώσει μια ολόκληρη Ευρωζώνη κάτι που πιστώνεται σε εκείνον και δεν αμφισβητείται από κανέναν
Το ευρώ μπορεί να σώθηκε ωστόσο μετά από τόσες περιπέτειες θα ήταν αφύσικο να βγει αλώβητο και να μην αφήσει κάτι. Αυτό το κάτι ήταν η συρρίκνωση της αγοραστικής του δύναμης κατά 30% μετά από είκοσι χρόνια.
moneyreview.gr με πληροφορίες από officialdata.org
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News