Η ζωή χωρίς το ρωσικό αέριο
1. Πόσο πιθανό είναι να κλείσει ο Πούτιν τη στρόφιγγα στις 21 Ιουλίου;
Σήμερα, Δευτέρα 11 Ιουλίου, κλείνει προσωρινά η Ρωσία τον αγωγό Nord Stream 1, τη μεγαλύτερη δηλαδή υποδομή της Ε.Ε. για την εισαγωγή φυσικού αερίου, και ξεκινάει το θρίλερ για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης τον προσεχή χειμώνα. Επίσημη αιτία της αναστολής λειτουργίας είναι η καθιερωμένη ετήσια συντήρηση. Ωστόσο, σε 10 μέρες θα γνωρίζουμε αν η Μόσχα θα συμμορφωθεί με το χρονοδιάγραμμα ή αν θα χρησιμοποιήσει τον αγωγό ως εργαλείο για την άσκηση πιέσεων στην Ευρώπη. Οι φόβοι ότι η Μόσχα θα κλείσει οριστικά τις στρόφιγγες είναι μεγάλοι. Σε αυτή την περίπτωση η Γηραιά Ηπειρος θα πρέπει να ετοιμάζεται για ένα δύσκολο χειμώνα με παγωμένα σπίτια, κρύο νερό και δελτίο στην κατανάλωση ενέργειας. Με βάση τις εκτιμήσεις ειδικών, τα υπάρχοντα αποθέματα φυσικού αερίου στη Γερμανία π.χ. φθάνουν για 1-2 μήνες και ενδεχόμενες ελλείψεις στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης θα είχαν αμέσως ευρύτερες συνέπειες: εκτόξευση των τιμών της ενέργειας σε πρωτόγνωρα επίπεδα, κοινωνική έκρηξη, χώρες σε οικονομικές συνθήκες πολέμου είναι τα εφιαλτικά σενάρια Ευρωπαίων αξιωματούχων, μεταξύ άλλων και του αντικαγκελάριου της Γερμανίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Θεωρητικά οι καλοκαιρινές εργασίες συντήρησης του αγωγού Nord Stream 1, που διατρέχει τη Βαλτική από τη Ρωσία με κατάληξη τη Γερμανία, έχουν σχεδιαστεί να διαρκέσουν έως τις 21 Ιουλίου. Ουδείς όμως γνωρίζει ποιες είναι οι διαθέσεις της Μόσχας μετά το επόμενο δεκαήμερο και οι πρώτες ενδείξεις είναι μάλλον δυσοίωνες: την περασμένη Τρίτη ρωσικό δικαστήριο διέταξε αιφνιδιαστικά την 30ήμερη αναστολή λειτουργίας του αγωγού της κοινοπραξίας Caspian Pipeline Consortium (CPC) που χρησιμοποιείται από το Καζακστάν για να εξάγει το μεγαλύτερο ποσοστό του πετρελαίου του και της οποίας μέλη είναι οι Chevron και ExxonMobil. Η απόφαση ελήφθη στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, στην πραγματικότητα όμως συνιστά τιμωρητικό μέτρο της Μόσχας απέναντι στο Νουρ-σουλτάν (πρώην Αστάνα), επειδή ο Καζάκος πρόεδρος Κασίμ Γιομάρτ Τοκάγιεφ δεσμεύθηκε να συνδράμει την Ε.Ε. στη σταθεροποίηση της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας. Ακόμη και μόνο ένας μήνας απώλειας του εισοδήματος από τις εξαγωγές πετρελαίου αποτελεί σοβαρό πλήγμα στην οικονομία του Καζακστάν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το συνολικό ποσό που θα χάσουν εξαγωγείς και κράτος από την αναστολή λειτουργίας του αγωγού κυμαίνεται στο μισό δισεκατομμύριο δολάρια.
«Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να μην επανέλθει η ροή φυσικού αερίου για πολιτικούς λόγους», σχολίασε αυτή την εβδομάδα ο Κλάους Μίλερ, επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής ενέργειας της Γερμανίας (Bundesnetzagentur). Την υπόθεση εργασίας υιοθετούν και στελέχη του Eurasia Group. «Αν η ροή δεν αποκατασταθεί μετά τη συντήρηση επειδή ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν παίζει παιχνίδια ή θέλει να πλήξει την Ευρώπη εκεί που την πονάει, το σχέδιο αποθήκευσης της μεγαλύτερης δυνατής ποσότητας έως το τέλος του καλοκαιριού μάλλον θα αποτύχει», σχολίασε ο Χένινγκ Γκλόισταϊν, διευθυντής ενέργειας, κλίματος και αποθεμάτων στο Eurasia Group, μιλώντας στο CNBC.
Πάντως οι ειδικοί θεωρούν μάλλον απίθανη μια ολοκληρωτική αναστολή λειτουργίας του Nord Stream 1 έως το τέλος της χρονιάς κατ’ αρχάς για τον απλό λόγο ότι η απόφαση αυτή αντιβαίνει στο ίδιο το αφήγημα της Μόσχας, που επιμένει ότι η τρέχουσα μείωση στις ροές φυσικού αερίου οφείλεται σε τεχνικούς παράγοντες και στις οικονομικές κυρώσεις εναντίον της. Η διατήρηση έστω ενός μέρους της ροής φυσικού αερίου επιτρέπει εξάλλου στη Ρωσία να ωφελείται από τις υψηλές τιμές και να διατηρεί ακέραιη την πίεση για περαιτέρω δραστικές μειώσεις αργότερα το 2022. Ο Πούτιν θα μπορούσε έτσι να απειλεί διαρκώς με αντίποινα σε περίπτωση που η Δύση προχωρήσει στην επιβολή πλαφόν στις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ανάλογο σπάσιμο νεύρων έκανε και στα τέλη Ιουνίου η Μόσχα με τον αγωγό Turkstream, που εφοδιάζει με ρωσικό αέριο τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (και την Ελλάδα) μέσω Μαύρης Θάλασσας και Τουρκίας. Η αγωνία σε αυτή την περίπτωση διαψεύσθηκε, αφού η ροή αποκαταστάθηκε πλήρως μετά την προγραμματισμένη συντήρηση.
2. Πόσο θα επιβαρυνθούν τα δημόσια οικονομικά;
«Ούτε ο δικός μας προϋπολογισμός ούτε καμίας άλλης ευρωπαϊκής χώρας περιλαμβάνει σενάριο διακοπής των ροών ρωσικού αερίου», έλεγε προ ημερών ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης.
Η ΤτΕ, που «έτρεξε» ένα τέτοιο σενάριο, έβγαλε ως αποτέλεσμα απότομη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης σε 1,8% φέτος και 0,3% το 2023. Με άλλα λόγια, σε μια τέτοια περίπτωση ο κ. Σκυλακάκης θα πρέπει να «ξαναγράψει» τον φετινό προϋπολογισμό και να σχεδιάσει αυτόν του 2023 λαμβάνοντας ως δεδομένo ότι σε συνθήκες σχεδόν στασιμότητας και εκρηκτικής αύξησης των τιμών της ενέργειας θα πρέπει να δαπανήσει πολύ περισσότερα για τη στήριξη των καταναλωτών.
Ωστόσο, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών δεν θα βρεθεί σε δύσκολη θέση ύστερα από μια ενδεχόμενη απόφαση Πούτιν να διακόψει τις ροές αερίου προς την Ευρώπη. Είναι ήδη σε δύσκολη θέση. Για τις επιδοτήσεις καυσίμων και ρεύματος έχουν διατεθεί ήδη 7 δισ. ευρώ, από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και από τον προϋπολογισμό. Μόνο τον Ιούλιο, για επιδοτήσεις των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας δόθηκαν 722 εκατ. ευρώ.
Εάν οι τιμές που «δείχνουν» τα προθεσμιακά συμβόλαια του Αυγούστου και των επόμενων μηνών επιβεβαιωθούν (σε λίγες ημέρες οι προμηθευτές θα δώσουν τιμές καταναλωτή για τον Αύγουστο), το κόστος των επιδοτήσεων θα εκτιναχθεί. Προκειμένου να υλοποιηθεί η κυβερνητική δέσμευση για απορρόφηση των αυξήσεων σε ποσοστό 80%-85%, να συγκρατηθεί δηλαδή η τιμή της κιλοβατώρας για τον καταναλωτή στα 15-17 λεπτά, θα πρέπει να εξευρεθούν πόροι της τάξεως του 1-1,5 δισ. ευρώ τον μήνα.
3. Ποιες θα είναι οι απώλειες της Ελλάδας και πώς θα καλυφθούν;
Μπορεί η κυβέρνηση να εμφανίζεται καθησυχαστική ως προς τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η διακοπή της παροχής αερίου από τη Ρωσία, αποφεύγει ωστόσο αλήστου μνήμης διαβεβαιώσεις όπως «η Ελλάδα είναι θωρακισμένη».
Τα δεδομένα εξηγούν την αυτοσυγκράτηση:
Η χώρα μας δεν έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση στην Ευρώπη από το ρωσικό καύσιμο, αλλά και πάλι καλύπτει το 40% των αναγκών της σε αέριο μέσω των συμφωνιών με την Gazprom. Από τις 30 τεραβατώρες αερίου που εισήχθησαν για εγχώρια κατανάλωση το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι 13,3 προήλθαν από τη Ρωσία.
Το αέριο στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Από τις 30 τεραβατώρες του πρώτου εξαμήνου, περίπου 20,5 καταναλώθηκαν από τις μονάδες παραγωγής ρεύματος, 8 από οικιακούς καταναλωτές για θέρμανση και 1,5 τεραβατώρα από τη βιομηχανία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι δυνατότητες μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αερίου δεν είναι μεγάλες.
Μείγμα καυσίμων, χωρίς αέριο, ικανό να καλύψει τις ανάγκες της χώρας σε ρεύμα δεν υπάρχει. Αν δεν έχουμε αρκετό αέριο είτε από τη Ρωσία είτε από οπουδήποτε αλλού, δεν θα έχουμε ρεύμα.
Οι εναλλακτικές
Το ελληνικό σχέδιο εκτάκτου ανάγκης σε περίπτωση που η Μόσχα αποφασίσει «γενικευμένο ενεργειακό πόλεμο» προβλέπει ότι το ρωσικό αέριο θα υποκατασταθεί από:
• Αύξηση της παραγωγής των λιγνιτικών μονάδων.
• Λειτουργία πέντε μονάδων φυσικού αερίου με πετρέλαιο.
• Ακόμη περισσότερα φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Σημειώνεται πως στο εξάμηνο φέτος οι εισαγωγές LNG ανήλθαν σε 17,3 τεραβατώρες, ενώ πέρυσι την ίδια περίοδο ήταν λιγότερες από 12.
Προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου είναι να υπάρχει διαθέσιμο LNG στη διεθνή αγορά προκειμένου να αγοράσουν οι ελληνικές εταιρείες. «Η Ελλάδα αντιμετωπίζει από τους μικρότερους κινδύνους σε όλη την Ευρώπη από άποψη επάρκειας εφοδιασμού», είπε ο υπουργός Ενέργειας Κ. Σκρέκας μετά τη συνεδρίαση της Ομάδας Διαχείρισης Κρίσεων την περασμένη Δευτέρα, προσθέτοντας ωστόσο με νόημα «έχοντας ως δεδομένη τη διαθεσιμότητα των φορτίων LNG». Οι αριθμοί εξηγούν τον διακριτικό αστερίσκο που έβαλε ο υπουργός:
Η υψηλότερη ημερήσια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας τον χειμώνα είναι 9.000-9.500 μεγαβατώρες. Οι υφιστάμενες διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες μπορούν να δώσουν 1.850 μεγαβατώρες. Από τον Σεπτέμβριο θα είναι έτοιμη να λειτουργήσει στο φουλ και η μονάδα Πτολεμαΐδα 5, συνεισφέροντας άλλες 650 μεγαβατώρες. Οι πέντε μονάδες φυσικού αερίου που θα λειτουργήσουν με πετρέλαιο μπορούν να παραγάγουν 1.700 μεγαβατώρες, ενώ οι υδροηλεκτρικές μονάδες της ΔΕΗ μπορούν να δώσουν έως 2.000, αλλά όχι συνέχεια και όχι επί μακρόν. Σύνολο, 6.200 μεγαβατώρες το πολύ και υπό ιδανικές συνθήκες, δηλαδή χωρίς να υποστεί βλάβη καμία μονάδα. Οι υπόλοιπες 3.000 μεγαβατώρες θα πρέπει να καλυφθούν από μονάδες ΑΠΕ και από μονάδες φυσικού αερίου που θα καίνε LNG. Οι ΑΠΕ έχουν αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν «στοχαστικότητα». Αν έχει ήλιο ή αέρα, παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, αν δεν έχει, δεν παράγουν. Συμπέρασμα: Αν υπάρχουν οι αναγκαίες ποσότητες LNG στην αγορά όταν τις χρειάζεται το σύστημα, θα έχουμε ρεύμα, αν όχι, θα έχουμε πρόβλημα.
Στο πλαίσιο του σχεδίου εκτάκτου ανάγκης έχει γίνει προγραμματισμός ώστε ο σταθμός της Ρεβυθούσας να έχει επαρκή αποθέματα για κάποιες ημέρες. Ωστόσο, επειδή υπάρχουν ρήτρες take or pay (θα πληρώσεις το αέριο είτε το χρειαστείς είτε όχι) και επειδή το καύσιμο είναι πολύ ακριβό, κανένας δεν είναι πρόθυμος να παραγγείλει από τώρα μεγάλες ποσότητες που δεν είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί. Κατά συνέπεια, τους επόμενους μήνες υπάρχουν ημέρες με κενά, με έλλειμμα LNG, που θα πρέπει να καλυφθούν όσο πλησιάζουμε προς αυτές. Υπό στοιχειωδώς κανονικές συνθήκες αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα. Αλλά εάν έχουν διακοπεί πλήρως οι ροές ρωσικού αερίου, θα επικρατούν πιθανότατα συνθήκες πανικού, όπου όλοι Ευρωπαίοι, Βαλκάνιοι, Ασιάτες, Βόρειοι και Νότιοι, εχθροί και φίλοι θα διαγκωνίζονται για καθένα διαθέσιμο φορτίο LNG ξεχωριστά.
4. Τι θα συμβεί αν δεν βρεθούν εφεδρείες;
Ηταν Μάρτιος του 2008 όταν για τελευταία φορά, λόγω απεργιακών κινητοποιήσεων στη ΔΕΗ, ο διαχειριστής του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε κυκλικές διακοπές ρεύματος επειδή δεν υπήρχε η αναγκαία ισχύς για να καλύψει τη ζήτηση.
Θα ξαναζήσουμε κάτι ανάλογο εξαιτίας της έλλειψης αερίου; Δύσκολο, λένε οι ειδικοί της αγοράς, δεν αποκλείουν ωστόσο την πιθανότητα να βρεθεί το σύστημα σε οριακές καταστάσεις. Κάποιοι μήνες, όπως ο Ιανουάριος, οπότε καταγράφονται οι αιχμές της ζήτησης, είναι επικίνδυνοι. Ενας συνδυασμός παραγόντων θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε διακοπές ρεύματος. Ενα φορτίο LNG που άργησε, μια γερασμένη λιγνιτική μονάδα που υπέστη βλάβη, περισσότερες ημέρες συννεφιάς ή άπνοιας θα μπορούσαν να φέρουν το σύστημα στο επίπεδο συναγερμού 3 και να ενεργοποιήσουν το μνημόνιο ΑΔΜΗΕ – ΔΕΔΔΗΕ για «κυκλικές περικοπές». Θα εξαιρεθούν τα κρίσιμα φορτία, όπως ονομάζονται, για ζωτικές υποδομές του κράτους (π.χ. νοσοκομεία), και από κει και πέρα θα μειώνονται τα φορτία για τη βιομηχανία, ενώ το επόμενο βήμα είναι οι τοπικές περικοπές: διακοπές ρεύματος για κάποιες ώρες σε μια περιοχή, μετά σε κάποια άλλη, στη συνέχεια σε μια τρίτη. Αν αυτό δεν είναι το πιθανότερο σενάριο, το βέβαιο είναι η εκτόξευση των τιμών και η ακόμη μεγαλύτερη αιμορραγία των οικογενειακών προϋπολογισμών.
Τα δεδομένα είναι ήδη εφιαλτικά: Οι τιμές του φυσικού αερίου κινούνται τις τελευταίες ημέρες πάνω από τα 165 ευρώ η μεγαβατώρα. Η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου διαμορφώνεται στα 317,65 ευρώ η μεγαβατώρα, από 240,49 ευρώ τον Ιούνιο.
Σήμερα οι πάροχοι θα έπρεπε για πρώτη φορά να ανακοινώσουν πόσο θα κοστίζει στους καταναλωτές η κιλοβατώρα τον Αύγουστο βάσει πρόβλεψης για τη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος τον επόμενο μήνα. Λόγω της αβεβαιότητας ως προς τις προθέσεις της Ρωσίας προέκυπταν τιμές της τάξης των 55-60 λεπτών η κιλοβατώρα. Ετσι αποφασίστηκε να ανακοινωθούν οι τιμές μετά τις 21 Ιουλίου, με την ελπίδα ότι οι ροές θα συνεχιστούν κανονικά και το φυσικό αέριο θα υποχωρήσει. Οσο υπάρχει η αβεβαιότητα πάντως, και αν τα προθεσμιακά συμβόλαια δείχνουν το μέλλον, τότε δεν έχουμε δει ακόμη τα χειρότερα. Τα προθεσμιακά συμβόλαια στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας για τον Αύγουστο έκλεισαν στα 413 ευρώ και του Σεπτεμβρίου στα 482 ευρώ. Στη Γαλλία, για το δ΄ τρίμηνο του έτους, μετά την είδηση για πλήρη κρατικοποίηση της EDF και τις προειδοποιήσεις για μείωση της πυρηνικής παραγωγής λόγω συντήρησης κάποιων αντιδραστήρων τον χειμώνα, κινούνται στη… στρατόσφαιρα των 1.000 ευρώ/μεγαβατώρα. Και όλα αυτά χωρίς να χρειαστεί καν κάποιος στη Μόσχα να μιλήσει για διακοπή ροών.
5. Πόσο κοντά είναι η Γερμανία στο να στηρίξει μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική κατά της ενεργειακής κρίσης;
Αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο κατάρρευσης της μεγαλύτερης εταιρείας μεταπώλησης φυσικού αερίου, Uniper, καθώς και εκατοντάδων δημοτικών επιχειρήσεων ενέργειας, ο Γερμανός αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ απάντησε ως άλλος Ντράγκι: «Δεν θα συμβεί. Είναι η στιγμή του whatever it takes». Και πράγματι, η γερμανική κυβέρνηση κάνει όσα χρειάζονται για να αποτραπούν αλυσιδωτές καταρρεύσεις στην αγορά ενέργειας, που θα διέκοπταν την παροχή αερίου πριν το κάνει ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η Uniper έλαβε στήριξη δύο δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ αν οι ανάγκες της ανέλθουν σε άλλα 9 δισεκατομμύρια, όπως φημολογείται, θα τα λάβει και αυτά. Ο νέος ενεργειακός νόμος που κατατέθηκε εσπευσμένα αυτή την εβδομάδα επιτρέπει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να εθνικοποιήσει κρίσιμες ενεργειακές υποδομές, αυξάνει το μερίδιο του λιθάνθρακα και του πετρελαίου και αντιμετωπίζει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ως «υποδομές εθνικής ασφαλείας».
Ομως τίποτα από όλα αυτά, ούτε και η εσπευσμένη κατασκευή δύο πλωτών τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου δεν πρόκειται να σώσουν τη Γερμανία αν η στρόφιγγα του ρωσικού αερίου παραμείνει κλειστή ή αν ανοίξει «με το σταγονόμετρο». Αυτό που θα συμβεί στη Γερμανία σε μια τέτοια περίπτωση ξεπερνά τη φαντασία. Οι επιπτώσεις θα είναι πανευρωπαϊκές, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Γερμανία έχει κάποια πρόθεση να αντιμετωπίσει τις ευρωπαϊκές διαστάσεις του προβλήματος, απορροφημένη καθώς είναι με τη δική της, εσωτερική δραματική κατάσταση.
Σε περίπτωση που το αέριο δεν επανέλθει στη Γερμανία μετά τη συντήρηση του αγωγού Nord Stream I που ξεκινάει σήμερα, η χώρα διαθέτει αέριο για δύο μήνες. Ακόμη και αν επανέλθει με την τωρινή, μειωμένη ροή που δεν επαρκεί για να γεμίσουν οι δεξαμενές αποθήκευσης, οι ειδικοί θεωρούν ότι θα υπάρξει έλλειψη την άνοιξη, άρα οι περικοπές θα αρχίσουν νωρίτερα, ώστε να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός τουλάχιστον των απόλυτα κρίσιμων υποδομών.
Η γερμανική συζήτηση για το τι συνιστά «κρίσιμη υποδομή» και τι όχι είναι πολύ τρομακτικότερη από οτιδήποτε συζητείται στη Γαλλία, στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν πρόκειται για το χαμήλωμα του θερμοστάτη στα κτίρια, τη μείωση της διαθεσιμότητας ζεστού νερού χρήσης και για την αύξηση του ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών κατά τετραψήφιο ποσό – αυτά θεωρούνται δεδομένα.
Η συζήτηση αφορά το πόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα μείνουν άνεργοι αν μειωθεί η παροχή αερίου στη βιομηχανία, το αν η χώρα θα επιλέξει να μην παράγει αζωτούχα λιπάσματα, ή να κόψει την ενέργεια στα εργοστάσια που παστεριώνουν το γάλα. Αν είναι πιο σημαντικό να έχουν θέρμανση τα νοσοκομεία ή αν πρέπει στις κρίσιμες υποδομές να ενταχθούν και τα σχολεία.
Από τώρα και στο εξής, επιτρέπεται στις εταιρείες ενέργειας να μετακυλίσουν μεγαλύτερο μέρος του κόστους τους στους καταναλωτές – αν όμως αυτοί είναι βιομηχανικοί πελάτες με συμβόλαια σε συγκεκριμένες τιμές, κινδυνεύουν με πτωχεύσεις που δεν θα είναι υπόθεση μόνο μιας εταιρείας αλλά της γερμανικής οικονομίας στο σύνολό της.
Αν πάλι είναι πολίτες που μετά βίας τα βγάζουν πέρα, ο χρόνος για την κοινωνική έκρηξη μετράει αντίστροφα. Η γαλλική κυβέρνηση, παρότι βρίσκεται σε πολύ λιγότερο δεινή θέση από τη γερμανική, ανακοίνωσε την Πέμπτη πακέτο στήριξης της αγοραστικής δύναμης ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Είναι πολύ αργά;
«Θα ήμασταν πολύ καλύτερα σήμερα αν όλα αυτά τα είχαμε εφαρμόσει πριν από δέκα χρόνια», είπε ο Χάμπεκ, υποσχόμενος ότι το 80% της ηλεκτροπαραγωγής θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2030. Το ζήτημα, όμως, είναι το τώρα. Κάθε κιλοβατώρα φυσικού αερίου που καίγεται σήμερα θα λείψει από τη χώρα την άνοιξη. Μπορεί να μην υπάρχει άμεσο πρόβλημα στην παροχή ενέργειας, αλλά στην πραγματικότητα η στιγμή της κρίσης έχει φθάσει και τίποτα δεν εγγυάται ότι το «whatever it takes» θα είναι αρκετό.
6. Μπορεί η Ελλάδα να κόψει, αν χρειαστεί, τις εξαγωγές ρεύματος;
Αν πριν από την ενεργειακή κρίση έλεγε κάποιος ότι η Ελλάδα θα κινδύνευε να ξεμείνει από φυσικό αέριο εξαιτίας των εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, το πιθανότερο είναι πως θα ασχολείτο μαζί του κάποια ειδικότητα της Ιατρικής.
Κι αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια η χώρα μας καλύπτει περίπου το 20% των αναγκών της σε ρεύμα με εισαγωγές, αφού βρισκόταν φθηνότερο ρεύμα σε άλλες αγορές.
Τους τελευταίους μήνες αυτό έχει αλλάξει. Η Ιταλία, η οποία έχει μεγάλη εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και με την οποία έχουμε ηλεκτρική διασύνδεση, είναι πλέον πολύ ακριβότερη. Την Παρασκευή, η τιμή της μεγαβατώρας στη χονδρική αγορά ήταν 342,98 ευρώ στην Ελλάδα και 422,06 ευρώ στην Ιταλία. Λόγω αυτών των έκτακτων συνθηκών, λοιπόν, από εισαγωγέας ρεύματος γίναμε εξαγωγέας. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως εγχώριες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής καταναλώνουν το πολύτιμο για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας φυσικό αέριο, προκειμένου να παράγουν και να στέλνουν ρεύμα εκτός Ελλάδας.
Μάλιστα, λόγω των κανονισμών για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού δεν επιτρέπεται να σταματήσουμε τις εξαγωγές. Για την ακρίβεια, ένα κράτος-μέλος μπορεί να επικαλεστεί λόγους ανωτέρας βίας (force majeure) και να σταματήσει τις εξαγωγές μόνο αφού έχει εξαντλήσει όλα τα άλλα διαθέσιμα μέσα και μέτρα προκειμένου να καλύψει τις δικές του ανάγκες. Η αγορά θα πρέπει να λειτουργεί με οποιοδήποτε κόστος μέχρι το παρά ένα του black out.
Υποτίθεται πως γι’ αυτό οι χώρες πρέπει να τηρούν αποθέματα ασφαλείας. Η Ελλάδα, μπαίνοντας αργά σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη στο παιχνίδι του φυσικού αερίου, δεν έφτιαξε ποτέ υποδομές αποθήκευσης. Και όταν άρχισε να το εξετάζει ήταν χρεοκοπημένη, ενώ η Ευρώπη είχε αρχίσει να στρέφεται προς τις ΑΠΕ και σταμάτησε να χρηματοδοτεί τέτοιες υποδομές «βρώμικων» καυσίμων. Θα πρέπει να μας παραχωρήσουν χώρο αποθήκευσης άλλα κράτη που έχουν διαθέσιμο. Αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες ο καθένας κοιτάζει πώς θα αυξήσει τα δικά του αποθέματα. Επίσης, με τις τιμές στα ύψη, ο σχηματισμός αποθεμάτων ασφαλείας κοστίζει πανάκριβα.
Δοκιμασία
Σε κάθε περίπτωση, οι αντοχές αυτών των κανονισμών σε συνθήκες οξύτατης κρίσης θα δοκιμαστούν τους προσεχείς μήνες. Και όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, εάν διακοπούν οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου το ερώτημα δεν είναι αν, αλλά ποιος θα είναι ο πρώτος που θα τους παραβιάσει.
Πηγή: kathimerini.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News