ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Χοακίν Αλμούνια: Δημοσιονομική χαλάρωση και μετά το 2022

Χοακίν Αλμούνια: Δημοσιονομική χαλάρωση και μετά το 2022

«Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα κάτω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα φτάσουμε σε επίπεδα ύφεσης», τονίζει στην «Κ» ο πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS), πρώην επίτροπος Οικονομικών, Χοακίν Αλμούνια, ο οποίος μιλάει για την ανάγκη παράτασης της δημοσιονομικής χαλάρωσης και το 2023.

Με την ουκρανική κρίση σε πλήρη εξέλιξη, θεωρεί ότι θα πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμη, πριν από τη διαβούλευση για τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Ο ίδιος αναφέρεται στους παράγοντες που θα κρίνουν το εύρος των απωλειών για την παγκόσμια οικονομία, υπογραμμίζοντας ότι μια πιο σφιχτή νομισματική πολιτική επιβάλλει πλέον προσοχή στο χρέος, ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα. Τονίζει άλλωστε ότι μετά την επικείμενη έξοδο της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, η ευθύνη θα είναι όλη δική της. Απαραίτητη χαρακτηρίζει την ταχεία μετάβαση στις καθαρές μορφές ενέργειας, παρά τις δυσκολίες που επιβάλλει η συγκυρία. 

– Πόσο εκτεταμένη θα είναι η ζημιά στην ευρωπαϊκή οικονομία από τις εξελίξεις στην Ουκρανία; Υπάρχει χρόνος να σώσουμε τους ρυθμούς ανάπτυξης που περιμέναμε το 2022, αν λήξει η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας σε εύλογο χρονικό διάστημα; Ή θα είναι τέτοιες οι επιπτώσεις και μόνο από τις κυρώσεις που θα ανοίξουν σενάρια ακόμη και για ύφεση το διάστημα που θα ακολουθήσει;

– Είναι δύσκολο να έχουμε μια ακριβή εκτίμηση των ζημιών στην ευρωπαϊκή οικονομία. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: τη διάρκεια του πολέμου, την εξέλιξη των αγορών ενέργειας, τις αντιδράσεις της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής έναντι των πληθωριστικών ρίσκων… Ομως οι προβλέψεις για την ανάπτυξη θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα κάτω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα φτάσουμε σε επίπεδα ύφεσης.

– Στο μεταξύ, η νέα αυτή κρίση ασκεί πιέσεις για παράταση της δημοσιονομικής χαλάρωσης στην Ευρωζώνη, όπου εκκρεμούν –ούτως ή άλλως– οι διαβουλεύσεις για το ενδεχόμενο αλλαγής του Συμφώνου Σταθερότητας. Παρεμπιπτόντως, αυτό αφορά άμεσα την Ελλάδα, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα επέστρεφε σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Εσείς, ποια κατεύθυνση συστήνετε στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής; Τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

– Δεδομένων των συνθηκών, θεωρώ απαραίτητο να μην επιστρέψουμε στην επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων στο τέλος του 2022, όπως αναμενόταν πριν από τον πόλεμο. Οσον αφορά τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θα είναι δύσκολο να καταλήξουμε σε μια ολοκληρωμένη συμφωνία τους επόμενους μήνες, υπό τις παρούσες αβεβαιότητες. Η καλύτερη επιλογή, κατά τη γνώμη μου, είναι να υιοθετήσουμε μια ευέλικτη θέση έως ότου η κατάσταση γίνει πιο σταθερή και προβλέψιμη. Κοιτάζοντας μπροστά, μεσοπρόθεσμα, θα περιμένω απλούστερους κανόνες, εστιασμένους στη βιωσιμότητα του χρέους, που θα επιτρέπουν σταδιακά μονοπάτια προσαρμογής και θα είναι καλύτερα συνδεδεμένοι με την ανάλυση των συνθηκών των εθνικών οικονομιών.

– Πόσο εκτεθειμένες είναι σήμερα οι οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου μπροστά στην επικείμενη άνοδο των επιτοκίων; Αν και οι επιπτώσεις της ουκρανικής κρίσης πιθανώς θα την καθυστερήσουν σε έναν βαθμό.

– Εάν συνεχιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις, ο προσανατολισμός της νομισματικής πολιτικής θα γίνει σταδιακά πιο αυστηρός και τα επιτόκια στις αγορές χρέους θα είναι πιο σφιχτά. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να καθοριστούν αξιόπιστες στρατηγικές για την εξυγίανση των επιπέδων του χρέους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις υπερχρεωμένες οικονομίες.

– Εχετε αξιολογήσει για τον ESM το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα, μετά και τη μεσολάβηση της πανδημίας, πού θα εστιάζατε την προσοχή σας ως προς τις παρεμβάσεις που χρειάζεται η Ελλάδα για να γίνει μια πιο ανταγωνιστική και αναπτυγμένη οικονομία;

– Οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν κατά την περίοδο των προγραμμάτων του EFSF και του ESM πρέπει να συνεχιστούν και νέες πρωτοβουλίες θα είναι ευπρόσδεκτες τώρα που η ενισχυμένη εποπτεία από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και τον ESM θα δώσει τη θέση της σε μια νέα περίοδο, κατά την οποία οι ελληνικές αρχές και οι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες θα αναλάβουν εξ ολοκλήρου την ευθύνη. Μαζί με τις μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας και της κοινωνικής συνοχής, τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και οι ιδιώτες επενδυτές πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις επενδύσεις για να αυξήσουν τα επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.

– Οι τιμές ενέργειας βρίσκονται στα ύψη. Θεωρείτε κατάλληλο το timing το οποίο επέλεξε η Ε.Ε. για να προχωρήσει στην πράσινη μετάβαση;

– Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής θα συνεχίσει να αποτελεί προτεραιότητα. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς είναι απαραίτητο να υποστηρίξουμε μια τέτοια πράσινη μετάβαση, επίσης ως μέσο για να αυξήσουμε τις αναπτυξιακές μας δυνατότητες και την ανταγωνιστικότητά μας. Πράγματι, οι απαιτούμενες προσπάθειες πρέπει να κατανεμηθούν με δίκαιο τρόπο, ακόμη περισσότερο σε μια περίοδο οικονομικών δυσκολιών που επηρεάζουν τους πιο αδύναμους τομείς των κοινωνιών μας.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News