Η «κληρονομιά» της Μέρκελ και οι προκλήσεις που απειλούν την «ατμομηχανή» της Ευρώπης
Το ισχυρό χαρτί για την Γερμανίδα καγκελάριο ήταν η οικονομική ευημερία
Έπειτα από 16 χρόνια στο τιμόνι της ισχυρότερης οικονομίας στην Ευρώπη, η Άνγκελα Μέρκελ, η «σιδηρά κυρία» της Γερμανίας, παραδίδει τη σκυτάλη μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Υπό την καθοδήγησή της, η Γερμανία κατάφερε από τον «μεγάλο ασθενή» της Ευρώπης να αναδειχθεί σε οικονομική υπερδύναμη. Χάρη στην καγκελάριο Μέρκελ, που επί δεκαετία είναι στην κορυφή της λίστας του περιοδικού «Forbes» με τις ισχυρότερες γυναίκες του πλανήτη, η γερμανική οικονομία άντεξε στους κραδασμούς της Μεγάλης Ύφεσης του 2008 και βγήκε ισχυρότερη από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Λίγο πριν από τη «δύση» της θητείας της, η Μέρκελ κλήθηκε να διαχειριστεί μία ακόμη κρίση: Την πανδημία Covid-19 και τις οικονομικές της επιπτώσεις.
Μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, «ανατέλλει» για τη Γερμανία η μετά-Μέρκελ εποχή. Η «Μutti»(μαμά), όπως συχνά την αποκαλούσαν οι Γερμανοί, αφήνει μεν πίσω της μια οικονομία που παραμένει η «ατμομηχανή» της Ευρώπης και μία από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές δυνάμεις παγκοσμίως. Από την άλλη πλευρά, ο διάδοχός της στην καγκελαρία θα βρεθεί αντιμέτωπος με σειρά προκλήσεων. Σύμφωνα με τους «ΝΥ Τimes», η καγκελάριος Μέρκελ απέφυγε να εφαρμόσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και πολιτικές που θα κρατούσαν γερά τα θεμέλια της οικονομίας και θα διατηρούσαν το success story. Στη διάρκεια της θητείας της, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, η Γερμανία έμεινε πίσω όσον αφορά τις επενδύσεις σε ψηφιακές υποδομές, δεν είχε συντεταγμένο σχέδιο εξόδου από την πυρηνική ενέργεια, ενώ η εξάρτησή της από την κινεζική αγορά για τις εξαγωγές γερμανικών προϊόντων -κυρίως αυτοκινήτων- εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς. Οικονομολόγοι στην ανάλυση των «ΝΥ Τimes» υποστηρίζουν ότι η Γερμανία δεν επένδυσε αρκετά στην εκπαίδευση και σε αναδυόμενες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ηλεκτροκίνηση.
Στον ενεργειακό τομέα, οι Γερμανοί πληρώνουν έναν από τους υψηλότερους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος στον κόσμο, καθώς η κ. Μέρκελ βιάσθηκε να κλείσει τους πυρηνικούς σταθμούς, χωρίς ταυτόχρονα να επεκτείνει το δίκτυο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ώστε να καλυφθεί το κενό μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
«Όλα αυτά θα γυρίσουν μπούμερανγκ και η Γερμανία θα τα βρει μπροστά της την επόμενη δεκαετία», εκτιμά ο Γκούντραμ Βολφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Bruegel.
To οικονομικό θαύμα (;) της Γερμανίας
Το ισχυρό χαρτί για την Γερμανίδα καγκελάριο ήταν η οικονομική ευημερία, που της άφηνε περιθώρια να μεταθέσει γι’ αργότερα θεμελιώδεις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμη και στην πανδημία, η γερμανική οικονομία ανέκαμψε ταχύτερα από ό,τι οι οικονομίες χωρών όπως η Γαλλία ή η Ιταλία.
Όπως προκύπτει από υπολογισμούς του Reuters, από την έναρξη της θητείας της έως σήμερα, το γερμανικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 34%, 15 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο σε σύγκριση με την οικονομία της Γαλλίας, που αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη της Ευρώπης.
Η ανάπτυξη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η Γερμανία επωφελήθηκε της ζήτησης για αγαθά «made in Germany», αυτοκίνητα και μηχανολογικό εξοπλισμό από ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα. Ταυτόχρονα, οι μεταρρυθμίσεις που είχε προωθήσει ο προκάτοχός της, Γκέρχαρντ Σρέντερ, για μείωση φόρων, συγχώνευση επιδομάτων ανεργίας και κοινωνικής πρόνοιας και δημιουργίας ενός πιο ευέλικτου πλαισίου στην αγορά εργασίας απέδωσαν καρπούς.
Στην εποχή της Μέρκελ, η ανεργία μειώθηκε κατά τρία εκατομμύρια. Το μοντέλο του «Kurzarbeit» -με μειωμένο ωράριο εργασίας- βοήθησε στο να αποφευχθούν μαζικές απολύσεις στη διάρκεια φάσεων οικονομικής ύφεσης, συμπεριλαμβανομένης και της εποχής της πανδημίας, επιδοτώντας τις επιχειρήσεις ώστε να διατηρήσουν τον αριθμό εργαζομένων. Με βάση τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, με την εφαρμογή του «Kurzarbeit» διατηρήθηκαν 500.000 θέσεις εργασίας στη διάρκεια της ύφεσης του 2009.
Οι εξαγωγές αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα θεμέλια της γερμανικής οικονομίας. Επί θητείας Μέρκελ, η Γερμανία κατάφερε να αυξήσει την εξαγωγική της δραστηριότητα, παρότι Κίνα και ΗΠΑ συνέχισαν να κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά. Το 2005, ένα πολύ μικρό ποσοστό των γερμανικών εξαγωγών είχε προορισμό την Κίνα. Το 2020 όμως, η Κίνα υποσκέλισε τις ΗΠΑ και αναδείχθηκε στον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας. Η κινεζική αγορά είναι μακράν η σημαντικότερη για τις αυτοκινητοβιομηχανίες Volkswagen, Mercedes-Benz και BMW. Παράλληλα, οι περισσότερες παραγγελίες που δέχονταν οι γερμανικές επιχειρήσεις ήταν για μηχανήματα και βιομηχανικά αγαθά που προορίζονταν για κινεζικά εργοστάσια. Με αυτόν τον εξοπλισμό, η Κίνα εξελίχθηκε σε οικονομική υπερδύναμη, χρησιμοποιώντας όλα όσα έμαθε από τις γερμανικές επιχειρήσεις, ώστε στη συνέχεια να είναι σε θέση να τις ανταγωνισθεί.
Kινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως οι Nio και BYD πωλούν ηλεκτρικά οχήματα στην Ευρώπη. Η Κίνα είναι ήδη ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας βιομηχανικού εξοπλισμού -μετά τη Γερμανία- σύμφωνα με τη γερμανική βιομηχανική ένωση VDMA.
Την ίδια στιγμή, το κύμα κινεζικών επενδύσεων σε ζωτικής σημασίας τομείς της γερμανικής βιομηχανίας έχει σημάνει συναγερμό στο Βερολίνο, με αποτέλεσμα την αυστηροποίηση του πλαισίου προστασίας των γερμανικών επιχειρήσεων από ανεπιθύμητες εξαγορές.
Η καγκελάριος Μέρκελ αποχωρεί από το «τιμόνι», αφήνοντας ως παρακαταθήκη έναν οικονομικό «κολοσσό», που άντεξε σε πολλαπλές φουρτούνες. Μπορεί η οικονομική ευημερία να συνεχισθεί; Την απάντηση στο ερώτημα θα κληθεί να τη δώσει ο νικητής της κάλπης.
moneyreview.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News