Ε.Ε.: Γιατί οι τιμές εμπορίας ρύπων θα πρέπει να αυξηθούν ακόμη περισσότερο
Σε άνευ προηγουμένου επίπεδα έχουν εκτοξευθεί οι τιμές εμπορίας ρύπων στην Ε.Ε., για πρώτη φορά από τη σύσταση της αγοράς το 2005, με κινητήρια δύναμη τις φιλόδοξες ευρωπαϊκές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και τις μεγάλες επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.
Οι τιμές ρύπων στην αγορά εμπορίας διοξειδίου του άνθρακα της Ε.Ε. ξεπέρασαν τα 50 ευρώ για πρώτη φορά στις αρχές του μηνός, τη στιγμή που διαπραγματεύονταν γύρω στα 20 ευρώ πριν απο την πανδημία του κορωνοϊού. Αναλυτές και traders εκτιμούν ότι υπάρχουν τεράστια περιθώρια περαιτέρω ανόδου των τιμών με τον Λάουσον Στίλ της Berenberg να τις βλέπει ακόμη και στα 110 ευρώ έως το τέλος του έτους.
Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων της Ε.Ε. αποτελεί το βασικό εργαλείο της για τη μείωση των εκπομπών που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Στόχος της συγκεκριμένης αγοράς, της μεγαλύτερης στον κόσμο, είναι να διαμορφώνει το κόστος του διοξειδίου του άνθρακα για τις πλέον ρυπογόνες βιομηχανίες της Ε.Ε., από τις αεροπορικές έως τις μεταλλευτικές. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα δεσμεύονται για ένα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και η ποσότητα που είναι πάνω των επιτρεπόμενων ορίων μπορεί να τίθεται προς αγοραπωλησία σε αυτή την αγορά.
Οι τιμές των ρύπων έκλεισαν στα 56,34 ευρώ ανά μετρικό τόνο τη Δευτέρα, κοντά στο υψηλότερο επίπεδο που έχει επιτευχθεί έως σήμερα. Το συμβόλαιο λήξης το Δεκέμβριο του 2020 ξεπέρασε το ορόσημο των 50 ευρώ για πρώτη φορά στις αρχές Μαίου.
Αυτή τη στιγμή, η συγκεκριμένη αγορά καλύπτει περίπου το 40% των εκπομπών ρύπων στην Ε.Ε. και αναμένεται να παίξει κομβικό ρόλο στις προσπάθειες της Ε.Ε. για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 55% έως το 2030 και εν συνεχεία να φθάσει το μηδενικό επίπεδο έως το 2050. Ο στόχος αυτός έχει ωστόσο επικριθεί έντονα από περιβαλλοντικές οργανώσεις ότι δεν αρκεί για να αποτρέψει μία καταστροφική κλιματική αλλαγή.
Ετήσια έρευνα για την Αγορά Διοξειδίου του Άνθρακα, που δημοσιεύθηκε από τη Refinitiv στις 11 Μαίου, συμπεραίνει ότι το κόστος εμπορίας των ρύπων στην Ε.Ε. επηρεάζει ολοένα και περισσότερο τις επενδυτικές αποφάσεις. Επίσης, η έρευνα στην οποία συμμετείχαν 303 traders, έδειξε ότι η πλειοψηφία προβλέπει ότι οι τιμές ρύπων θα συνεχίσουν την ανιούσα τους επόμενους μήνες.
Οι τιμές για τα συμβόλαια του 2021 αναμένεται να κυμανθούν γύρω στα 40 κατά μέσο όρο, πριν να αυξηθούν στα 80 ευρώ έως τα τέλη της δεκαετίας. Αναλυτές της Refinitiv τις βλέπουν στα 89 ευρώ έως το 2030, αν και κάποιοι αναμένουν επίπεδα κατά πολύ υψηλότερα.
Για παράδειγμα, ο Λάουσον Στίλι, επικεφαλής του τμήματος έρευνας για την αγορά διοξειδίου του άνθρακα και των εταιρειών κοινής ωφελείας στη Berenberg, έχει δώσει μία τιμή στόχο στα 110 ευρώ, σχεδόν διπλάσια από τα σημερινά επίπεδα. Ο ίδιος θεωρεί ότι οι εταιρείες κοινής ωφελείας θα είναι ο μεγάλος νικητής από τις αυξανόμενες τιμές ρύπων, ενώ αντίθετα τοποθετεί τις αεροπορικές, τις εταιρείες χημικών, τις χαλυβουργίες και τις εξορυκτικές μεταξύ αυτών που διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο τους επόμενους μήνες.
Ορισμένες από τις τελευταίες εταιρείες ισχυρίζονται ότι η αύξηση των τιμών θα υπονομεύσει τις προσπάθειές τους να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, γεγονός που θα τις καθυστερήσει στην αναγκαία για τη βιομηχανία στροφή από τα ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, ο Λάουσον Στίλι δεν συμφωνεί: «Θα έλεγα ότι σε μεγάλο βαθμό τα 16 χρόνια που λειτουργεί η αγορά εμπορείας ρύπων της Ε.Ε. δεν έχουν γίνει ουσιαστικές προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών ρύπων». Για το λόγο αυτό και υπογραμμίζει την ανάγκη ότι οι τιμές θα πρέπει να αυξηθούν πολύ πιο πάνω απο τα σημερινά επίπεδα – κάτι το οποίο γνωρίζουν οι πολιτικοί της Ε.Ε. – ούτως ώστε να αλλάξει αυτή η συμπεριφορά.
Την ίδια άποψη έχουν άλλωστε και αναλυτές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι τιμές εμπορίας διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να είναι δύο φορές υψηλότερες από τα σημερινά επίπεδα για να βοηθήσει στις τεχνολογίες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως το αποκαλούμενο «πράσινο» υδρογόνο, ώστε να ανταγωνιστούν τα ορυκτά καύσιμα. Αλλωστε και ο Επίτροπος της Ε.Ε. για το Κλίμα, Φρανς Τίμερμανς, είχε δηλώσει στις αρχές του μηνός ότι οι τιμές ρύπων θα πρέπει να αυξηθούν πολύ περισσότερο για να μπορέσει η Ε.Ε. να επιτύχει τους στόχους της. Κάλεσε δε, τους πολιτικούς να μην παρεμβαίνουν στην αγορά διοξειδίου του άνθρακα, προειδοποιώντας ότι οι κινήσεις αυτές μπορεί να υπονομεύσουν την αξιοπιστία του όλου σχεδίου.
Επιβολή φόρου στις εισαγωγές εκπομπών ρύπων
Ακόμη ένα ζήτημα που επηρεάζει το σχέδιο είναι οι λεγόμενες «διαροές διοξειδίου άνθρακα», όταν δηλ. οι επιχειρήσεις μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους (και των εκπομπών τους) σε άλλες περιοχές. Για το λόγο αυτό, η Ε.Ε. αναμένεται να προτείνει μεταρρυθμίσεις για την επίλυση του ζητήματος τους επόμενους μήνες. Μία σκέψη είναι η εφαρμογή από το 2023 ενός μηχανισμού προσαρμογής των ρύπων όταν μεταφέρονται σε άλλες χώρες με την επιβολή φόρου στις εισαγωγές από χώρες με χαμηλότερες προδιαγραφές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι αυτή η προσαρμογή θα μπορούσε να επιφέρει πρόσθετα έσοδα από 5 έως 14 δισ. ευρώ.
Αναλυτές της Morgan Stanley ενώ θεωρούν ότι η επιβολή του φόρου θα μπορούσε να ωφελήσει ορισμένες επιχειρήσεις σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, προειδοποιούν ταυτόχρονα ότι θα μπορούσε να αυξήσει τις εντάσεις μεταξύ των χωρών μελών της Ε.Ε. και των εμπορικών εταίρων της.
moneyreview.gr με πληροφορίες από CNBC
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News