Reuters: Θα γυρίσουν οι Αμερικανοί επενδυτές στην Κίνα;
Το αν η Κίνα έχει γίνει «μη επενδύσιμη» ή όχι, η απομάκρυνση των επενδυτών από τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη υποδηλώνει ότι οι οικονομικοί και πολιτικοί κίνδυνοι που υπάρχουν έχουν γίνει πολύ πιο δύσκολο να αποτιμηθούν.
Το πρόσφατο ταξίδι της υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ Τζίνα Ραϊμόντο στην Κίνα είχε αφήσει κάποιες ελπίδες για αποκλιμάκωση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Γρήγορα όμως έγινε φανερό με το πρόσφατο σχόλιό της ότι ολοένα και περισσότερες αμερικανικές εταιρείες βλέπουν την Κίνα ως «μη επενδύσιμη» εν μέσω κατασκοπείας, προστίμων και άλλων κινδύνων.
Παρότι οι επενδύσεις, η έκθεση στις αλυσίδες προσφοράς και οι δημόσιες εγγραφές είχαν βρεθεί στο στόχαστρο των επενδυτών, η ροή των κεφαλαίων έχει επηρεαστεί από τις σχέσεις των δύο πλευρών αλλά και από τις οικονομικές προοπτικές της Κίνας.
Οι φόβοι για μία συστημική κρίση στην αγορά ακινήτων, μία απογοητευτική ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία και η απουσία μαζικών μέτρων στήριξης από την κινεζική κυβέρνηση όλα αυτά αποτελούν «κόκκινη σημαία» ως προς τις αποδόσεις και τις επιδόσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, επηρεάζοντας μάλιστα και το γιουάν, η πτώση του οποίου έχει επιταχυνθεί.
Ωστόσο, η γεωπολιτική και οι περιορισμοί στις επενδύσεις σε ευαίσθητες τεχνολογίες και τομείς ευαίσθητους για την εθνική ασφάλεια συνιστούν μακροπρόθεσμους κινδύνους.
Η έρευνα της Bank of America αυτή την εβδομάδα έδειξε το βαθμό στον οποίο οι παραπάνω φόβοι μεταφράζονται στις θέσεις των επενδυτών.
Οι τοποθετήσεις σε μετοχές αναδυόμενων με κυρίαρχη την Κίνα «κατέρρευσαν» 25% τον τελευταίο μήνα, αγγίζοντας το χαμηλότερο επίπεδο του έτους – πρόκειται για τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση σε διάρκεια επτά ετών.
Το ένα-τρίτο των διαχειριστών κεφαλαίων που συμμετείχαν στην έρευνα επικαλέστηκαν το κινεζικό real estate ως το μεγαλύτερο πιστωτικό κίνδυνο, υποσκελίζοντας τις ανησυχίες για το αμερικανικό ή το ευρωπαϊκό real estate για επαγγελματική χρήση.
Επίσης, κανένας από τους 222 διαχειριστές κεφαλαίου της έρευνας δεν αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας θα είναι μεγαλύτερη το επόμενο έτος σε σύγκριση με φέτος.
Το πιο σημαντικό ίσως είναι ότι οι απογοητευτικές προοπτικές για τις αναδυόμενες αγορές και πρωτίστως την Κίνα δεν έχουν σχέση με τη βελτιωμένη εικόνα για την παγκόσμια οικονομία, όπως αποτυπώνεται στο γεγονός ότι η έκθεση των επενδυτών σε αμερικανικές μετοχές αυτό το μήνα είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία της έρευνας.
Η στροφή από τις αναδυόμενες στη Wall Street είναι επίσης η μεγαλύτερη στην 20η ιστορία της έρευνας.
Όλα αυτά δείχνουν ότι ενδεχομένως η δυσθυμία των επενδυτών έχει κορυφωθεί.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι κυκλικού χαρακτήρα, αλλά πιο βαθύ καθώς έχει να κάνει με αδύναμες πολιτικές επιλογές και αλλαγή του τρόπου επενδύσεων μετά την κατάρρευση των αναδυόμενων αγορών στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Τότε, η αύξηση του πολιτικού και νομισματικού κινδύνου στην Ασία και άλλες αναδυόμενες αγορές έκαμψε την όρεξη των επενδυτών. Εν συνεχεία, τα αμερικανικά κεφάλαια επέστρεψαν στην αναδυόμενη αγορά της Silicon Valley τροφοδοτώντας εν μέρει την φούσκα του dot.com που έκαστε το 2000.
Η Κίνα ήταν τότε μόνο ένας μεγάλος παίκτης στον κόσμο των επενδύσεων. Τώρα όμως αμφισβητεί την ηγεμονία των ΗΠΑ σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη αναδυόμενη οικονομία πριν από 25 χρόνια.
Όμως ο βαθμός στον οποίο οι πρόσφατοι γεωπολιτικοί κίνδυνο έχουν αλλάξει τον τρόπο υπολογισμού του κινδύνου έχει κάποια παράλληλα σημεία.
Οι διαχειριστές κεφαλαίου και οι χρηματοδότες σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν δείξει τη δυσαρέσκειά τους ανοικτά.
Ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, Τζέιμι Ντάιμον, ανέφερε ότι η «γεύση» που του άφησε το ταξίδι που έκανε φέτος στην Κίνα για πρώτη φορά μετά από τέσσερα έτη ήταν «ύψιστος βαθμός επιφυλακής», λέγοντας ότι «ο κίνδυνος είναι αρνητικός παράγοντας».
Ο Τζέι Κλέιτον, πρώην επικεφαλής της αμερικανικής χρηματιστηριακής αρχής είπε στους Γερουσιαστές ότι οι μεγάλες εισηγμένες αμερικανικές επιχειρήσιες θα πρέπει να αρχίσουν να δημοσιοποιούν την έκθεσή τους στην Κίνα στο πλαίσιο ενός πιλοτικού προγράμματος που θα επιτρέπει σε επενδυτές και διαμορφωτές πολιτικής να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους.
Την προηγούμενη εβδομάδα, το επενδυτικό κρατικό ταμείο της Νορβηγίας ύψους 1,4 τρισ.δολαρίων, ανακοίνωσε ότι έκλεισε το μοναδικό του γραφείο στην Κίνα, παρότι θα συνεχίσει να επενδύει στην χώρα.
«Το μόνο πράγμα που μας λείπει είναι ένας καταλύτης για μία γρήγορη ανάκαμψη», αναφέρουν κάποιοι επενδυτές. Όμως, με τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ που αναμένεται το επόμενο έτος, η όρεξη στην Ουάσιγκτον για την επίλυση της πολιτικής έντασης με την Κίνα είναι μάλλον μικρή.
Σύμφωνα με έρευνα του Reuters/Ipsos τον περασμένο μήνα, η πλειοψηφία των Αμερικανών τάσσεται υπέρ της αύξησης των δασμών στα κινεζικά προϊόντα και πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ πρέπει να εντείνουν τις προετοιμασίες για στρατιωτική ετοιμότητα απέναντι στην Κίνα.
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ακόμα κι αν η οικονομία ανακάμψει, οι πολιτικοί καταλύτες για επιστροφή στην Κίνα μπορεί να αργήσουν να έρθουν.
moneyreview.gr με πληροφορίες από Reuters
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News