Η πτώση μιας υπερδύναμης του επιχειρείν – Πού εξαφανίστηκαν οι μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες
Η λίστα Fortune Global 500 κατατάσσει τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου, οι οποίες παράγουν τζίρο 41 τρισ. δολαρίων, δηλαδή ίσο με το ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ. Παραδοσιακά, η λίστα θεωρείται ένα αξιόπιστο βαρόμετρο των εξελίξεων στον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς κατέγραψε μεγάλες τάσεις όπως η άνοδος της Κίνας αλλά και η άνθηση του λεγόμενου Big Tech. Την ίδια στιγμή, στη λίστα του Fortune έχει αποτυπωθεί και η πτώση μεγάλων επιχειρήσεων ή και ολόκληρων κλάδων, καθώς οι συνήθειες των καταναλωτών αλλάζουν, η τεχνολογία προοδεύει και πόλεμοι ξεσπούν. Φέτος, κοιτάζοντας τη λίστα κανείς δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει την πτώση μιας χώρας που κάποτε κυριαρχούσε στο παγκόσμιο επιχειρείν: Της Ιαπωνίας.
Όταν το περιοδικό Fortune δημοσίευσε την πρώτη έκδοση της σύγχρονης εκδοχής της λίστας Global 500, το 1995, η ιαπωνική Mitsubishi είχε κερδίσει την πρώτη θέση, ξεπερνώντας αμερικανικούς κολοσσούς που αργότερα έγιναν Νο1, όπως η Walmart και η Exxon. Στα 176 δισ. δολάρια, «τα έσοδα της Mitsubishi είναι μεγαλύτερα από εκείνα των AT&T, DuPont, Citicorp και Procter & Gamble μαζί», έγραφε τότε το Fortune.
Την ίδια χρονιά, μάλιστα, άλλοι 5 μεγάλοι ιαπωνικοί όμιλοι είχαν καταφέρει να μπουν στο top 10 (πρόκειται για τις Mitsui, Itochu, Sumitomo, Marubeni και Nissho Iwai), με την Ιαπωνία να μετρά συνολικά 149 επιχειρήσεις στη λίστα, πολύ κοντά στις 151 των ΗΠΑ. Συνολικά, οι εταιρείες αυτές παρήγαγαν το 37% των εσόδων του Global 500.
Σήμερα, 28 χρόνια μετά, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Όπως σημειώνει το Fortune, η φετινή λίστα Global 500 περιλαμβάνει μόλις 41 ιαπωνικές εταιρείες, πολύ λιγότερες σε σχέση με τις επιχειρήσεις από τις ΗΠΑ και την Κίνα (136 και 135 αντίστοιχα). Οι ιαπωνικές εταιρείες του Global 500 παρήγαγαν πέρυσι έσοδα 2,8 τρισ. δολαρίων, μόλις το 6,8% του παγκόσμιου συνόλου. Συγκριτικά, οι αμερικανικές εταιρείες του Global 500 παρήγαγαν το 31,8% του συνολικού τζίρου της λίστας και οι κινεζικές το 27,5%.
Η Toyota Motors είναι σήμερα η μεγαλύτερη ιαπωνική εταιρεία της λίστας, στην 19η θέση, με τζίρο 274 δισ. δολαρίων. Όσο για την Mitsubishi; Βρίσκεται πλέον στην 45η θέση, με τζίρο 159 δισ. δολαρίων.
Πώς γίνεται μία χώρα που κυριαρχούσε στο παγκόσμιο επιχειρείν πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες να πέσει τόσο πολύ και τόσο γρήγορα; Όπως εξηγεί το Fortune, τα προβλήματα που πλήττουν την ιαπωνική οικονομία γίνονται βαρίδι και για τους άλλοτε πανίσχυρους επιχειρηματικούς γίγαντές της: Το αδύναμο γιεν, η απουσία καινοτόμων επιχειρήσεων και η άνοδος της Κίνας.
Η άνοδος της Κίνας στο Global 500, από μόλις τρεις εταιρείες το 1995 σε 135 σήμερα, οδήγησε στο να παραγκωνιστούν πολλές ιαπωνικές επιχειρήσεις. Μάλιστα, οι κινεζικές εταιρείες «χτυπούν» την Ιαπωνία ακόμα και σε τομείς όπου ήταν παραδοσιακά πολύ ισχυρή, καθώς για παράδειγμα η Κίνα ξεπέρασε φέτος την Ιαπωνία για να γίνει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αυτοκινήτων του κόσμου.
Αλλά και οι νομισματικές διακυμάνσεις εξηγούν σε έναν βαθμό την πτώση των ιαπωνικών εταιρειών στη λίστα Global 500. Το Fortune μετατρέπει τα μη δολαριακά έσοδα των εταιρειών με βάση τον κυλιόμενο μέσο όρο 12μήνου της ισοτιμίας. Το ιαπωνικό γιεν έπεσε από τα 112 γιεν ανά δολάριο στα 135 γιεν ανά δολάριο ανάμεσα στο οικονομικό έτος του 2021 και του 2022. Αυτή η πτώση κατά 20% αποτέλεσε βαρίδι για τα εταιρικά έσοδα, όταν «μεταφράστηκαν» σε δολάρια.
Και ενώ η Ιαπωνία θεωρούσε παραδοσιακά ότι το αδύναμο γιεν ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της, εντούτοις έχει και μια πιο αρνητική όψη, καθώς κάνει τις εισαγωγές πιο ακριβές. Έτσι, οι ιαπωνικές εταιρείες αντιμετωπίζουν ακόμα υψηλότερο ενεργειακό κόστος και κόστος πρώτων υλών, λόγω του αδύναμου νομίσματος.
«Αυτό που κάνει η Ιαπωνία είναι να εισάγει πρώτες ύλες από όλο τον κόσμο, να τις επεξεργάζεται, να τους προσθέτει αξία και να τις πουλά», εξηγούσε πέρυσι ο Tadashi Yanai, CEO της Fast Retailing, στην οποία ανήκουν τα καταστήματα ρούχων Uniqlo. «Σε αυτό το περιβάλλον, δεν αποτελεί πλεονέκτημα η αδυναμία του νομίσματος της χώρας».
Όμως, τα προβλήματα της Ιαπωνίας είναι ευρύτερα. Η οικονομία της έχει παραμείνει στάσιμη το τελευταίο διάστημα, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν λιγότερες ευκαιρίες για τις υπάρχουσες επιχειρήσεις και για τις startups. Την τελευταία δεκαετία, η ιαπωνική οικονομία έχει αναπτυχθεί κατά 5,3%, σε ένα διάστημα που η αμερικανική οικονομία εμφάνισε ανάπτυξη 23% και η κινεζική 83%.
Πρακτικά, η Ιαπωνία έμεινε έξω από την άνθηση του ίντερνετ που ωφέλησε οικονομίες όπως των ΗΠΑ και της Κίνας, με αποτέλεσμα η χώρα να μην έχει καμία δική της εταιρεία στο Big Tech, πλάι στις Alphabet, Microsoft, Alibaba και Tencent.
«Η Ιαπωνία, σε αντίθεση με την Κίνα, δεν βίωσε την άνοδο νέων επιχειρηματιών, όπως ο Jack Ma (ιδρυτής της Alibaba) και ο Pony Ma (ιδρυτής της Tencent)», εξηγεί ο Vasuki Shastry, του think tank Chatham House, αποδίδοντας τη διαπίστωση αυτή στην απουσία οικονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα είχαν δημιουργήσει νέες ατμομηχανές ανάπτυξης, ενισχύοντας την καινοτομία.
moneyreview.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News