Ο «Μεγάλος Αγώνας»: Η κούρσα για την διαχείριση των 9 τρισ. δολαρίων της BlackRock
Λίγες είναι οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων οι οποίες έχουν καταφέρει να διαγράψουν μία τόσο σπουδαία και επιτυχημένη πορεία όσο η BlackRock. Η ιστορία της ξεκινά το 1988 όταν ο σημερινός CEO Λάρι Φινκ, ο Ρόμπερτ Καπίτο και η Σούζαν Βάγκνερ μαζί με μια μικρή ομάδα στελεχών αποχώρησαν από την First Boston Corporation για να ξεκινήσουν από το μηδέν το δικό τους εγχείρημα.
35 χρόνια αργότερα ο επενδυτικός κολοσσός με έδρα τη Νέα Υόρκη, έχει πάνω περίπου 9 τρισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση, 70 γραφεία σε 30 χώρες και πελάτες σε τουλάχιστον, 100 χώρες.
Αν και ο Φινκ δεν σκοπεύει να αποσυρθεί σύντομα ανάμεσα στις προτεραιότητες του είναι και η εξεύρεση του διαδόχου του. «Αυτή είναι η νούμερο 1 προτεραιότητα», δήλωσε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του. Στα 70 του χρόνια, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει ποτέ κρατήσει τον τίτλο του διευθύνοντος συμβούλου της BlackRock.
Ο ίδιος και ο Ρομπ Καπίτο πρόεδρος της BlackRock εκπαιδεύουν εδώ και χρόνια πέντε βασικούς υποψηφίους, κάτι που εντός της εταιρείας αποκαλείται «Η Μεγάλη Κούρσα». Ο Φινκ υποστηρίζει ότι ο σχεδιασμός διαδοχής αφορά λιγότερο ποιος θα τον αντικαταστήσει και περισσότερο ποια θα είναι η επόμενη ομάδα ηγετών. Εξάλλου οι Φινκ και Καπίτο ξεκίνησαν την BlackRock με άλλους έξι συνιδρυτές. Όπως λέει ο σημερινός επικεφαλής, προτιμά να οικοδομήσει «σχέσεις συντροφικότητας» μεταξύ των 5 και όχι ανταγωνισμό, με την ελπίδα ότι θα συνεχίσουν να συνεργάζονται με αρμονία αφότου οριστεί ο νέος CEO.
Μεταξύ των διεκδικητών είναι ο Μαρκ Βίντμαν Global Commercial Officer, ο Chief Operating Officer Ρομπ Γκολντστιν και ο Chief Financial Officer Μάρτιν Σμολ. Η Ρέιτσελ Λορντ, η οποία είναι επικεφαλής της μονάδας Ασίας-Ειρηνικού, και ο Σαλίμ Ραμτζί, επικεφαλής των ETFs.
Όποιος και αν αντικαταστήσει τον Φινκ θα ηγηθεί μιας εταιρείας για την οποία οι περισσότεροι Αμερικανοί γνωρίζουν ελάχιστα. Ωστόσο, θεωρείται δεδομένο στη Wall Street και στην Ουάσιγκτον ότι η BlackRock είναι η εταιρεία με τη μεγαλύτερη ίσως επιρροή στη χώρα, χάρη στα μερίδια που κατέχει σε χιλιάδες εταιρείες σε όλο τον κόσμο και στον ρόλο της στη διαχείριση συνταξιοδοτικών λογαριασμών για πάνω από 35 εκατομμύρια άτομα.
Η δουλειά του Διευθύνοντος Συμβούλου της BlackRock έχει γίνει πιο δημόσια γνωστή τα τελευταία χρόνια, με την εταιρεία να παίρνει πιο τολμηρές θέσεις ψηφίζοντας για προτάσεις μετόχων που αφορούν κοινωνικά και κλιματικά ζητήματα. Από το 2018, η εταιρεία έχει σηματοδοτήσει ότι οι εταιρείες του χαρτοφυλακίου της θα πρέπει να επικεντρωθούν στο να έχουν δύο γυναίκες σε κάθε διοικητικό συμβούλιο, να απαντούν σε ερωτήσεις σχετικά με την ασφάλεια των όπλων και – ίσως το πιο αμφιλεγόμενο από όλα – να θεωρούν τον κίνδυνο για το κλίμα επενδυτικό κίνδυνο.
Η BlackRock είπε ότι καθοδηγείται από τη λήψη ορθών οικονομικών αποφάσεων για τους πελάτες της και ότι η βιομηχανία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι αρκετά κατακερματισμένη ώστε το μέγεθός της να μην αποτελεί πρόβλημα. «Εκείνο που κατάλαβα λάθος», είπε ο Φινκ, «ήταν πόσο γρήγορα…θα γίνουμε η επόμενη εταιρεία «it» που θα μας σεβαστούν και θα μας μισήσουν».
Οι πιθανοί διάδοχοι του Φινκ έχουν πει ότι θα προσπαθήσουν να είναι πιο διαφανείς σχετικά με το τι κάνει η εταιρεία, ελπίζοντας ότι η διαφάνεια θα μετριάσει κάποιες από τις πρόσφατες αντιδράσεις.
Πώς τα κατάφερε
Ο Φινκ, ο οποίος είχε βιώσει από πρώτο χέρι τις καταστροφικές συνέπειες του κραχ του χρηματιστηρίου το 1987, ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει μια εταιρεία που θα βοηθούσε τους επενδυτές να περιηγηθούν στον περίπλοκο κόσμο των οικονομικών με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και ασφάλεια.
Στο ξεκίνημά της, η BlackRock επικεντρώθηκε στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σταθερού εισοδήματος σε θεσμικούς πελάτες. Ωστόσο, επέκτεινε γρήγορα τις προσφορές της για να συμπεριλάβει διάφορες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και επενδυτικές στρατηγικές. Το 1999, η εταιρεία εισήχθη στο χρηματιστήριο και οι μετοχές της άρχισαν να διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το therichest.
Το εν λόγω γεγονός – ορόσημο σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για την εταιρεία καθώς ξεκίνησε μια σειρά στρατηγικών εξαγορών και συνεργασιών που θα την ωθούσαν στο προσκήνιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας. Το 2006, εξαγόρασε την Merrill Lynch Investment Managers, αυξάνοντας σημαντικά τα υπό διαχείριση περιουσιακά της στοιχεία και διευρύνοντας το παγκόσμιο αποτύπωμά της.
Αυτή τη συμφωνία ακολούθησε η αγορά της Barclays Global Investors το 2009, η οποία περιλάμβανε την επιχείρηση iShares ETF. Χάρη στις συγκεκριμένες στρατηγικές κινήσεις εδραιώθηκε η θέση της BlackRock ως κορυφαίος διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων και διαφοροποίησαν τις προσφορές προϊόντων και τη βάση πελατών της.
moneyreview.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News