Διαχρονική και σταθερή η ακρίβεια στα τρόφιμα
Μπορεί η πληθωριστική κρίση που ζούμε εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, να εντάθηκε από τον Φεβρουάριο κι έπειτα λόγω των αναταράξεων στις τιμές της ενέργειας, αλλά και σειράς βασικών προϊόντων, όπως τα σιτηρά, που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όμως στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες οι τιμές των τροφίμων και των άλλων βασικών ειδών νοικοκυριού δεν ήταν ποτέ αντίστοιχες με την αγοραστική δύναμη των κατοίκων της χώρας. Η απόκλιση αυτή μάλιστα διατηρήθηκε και κατά τη δεκαετή οικονομική κρίση, παρά τη μείωση της κατανάλωσης που επέφερε η ύφεση, με τη λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση να αφορά μόνο τους μισθούς και τις συντάξεις και εν γένει τα εισοδήματα και όχι και τις τιμές. Το 2021 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο 65% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στην προτελευταία θέση με τελευταία τη Βουλγαρία. Οι τιμές των τροφίμων, ωστόσο, την ίδια χρονιά ήταν 4,8% υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι κυριότεροι λόγοι
Η μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές σε πρώτες και δεύτερες ύλες (σε τελικά προϊόντα τροφίμων το ισοζύγιο είναι θετικό), το μικρό μέγεθος της αγοράς, το οποίο δεν προσφέρεται για ανταγωνισμό στις τιμές κυρίως από τους προμηθευτές, Ελληνες και κυρίως ξένους, τα αρκετά «θολά» σημεία στις σχέσεις λιανεμπόρων και προμηθευτών που εξακολουθούν να υπάρχουν, παρά τις κατά καιρούς επισημάνσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού και των εξαγγελιών των κυβερνήσεων περί νομοθεσίας για «καθαρές» τιμές, αποτελούν τις κύριες εγγενείς αιτίες για το διαχρονικό φαινόμενο της ακρίβειας στη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι πέρα από τη διαφορά που υπάρχει συχνά σε απόλυτες τιμές σε όμοια προϊόντα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, με την Ελλάδα να εμφανίζεται ακριβότερη σε σύγκριση με χώρες όπου η αγοραστική δύναμη είναι υψηλότερη (π.χ. η Γερμανία και η Γαλλία), στην τελευταία αυτή κρίση, ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα ήταν από τον περυσινό Νοέμβριο μέχρι και τον Αύγουστο σταθερά υψηλότερος από αυτόν στην Ευρωζώνη, με την «ψαλίδα» να ανοίγει ακόμη και κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες. Στους παραπάνω παράγοντες θα πρέπει να προστεθεί και ο υψηλός ΦΠΑ, με τον οποίο επιβαρύνονται τα τρόφιμα στην Ελλάδα, με τους συντελεστές να βρίσκονται στο 13% και 24%, επίπεδα που συγκρίνονται μόνο με αυτά της Σουηδίας και της Δανίας. Η Ιρλανδία έχει μηδενικό ΦΠΑ για τα βασικά τρόφιμα, η Ισπανία και η Ιταλία 4%, η Γαλλία 5,5%, εξαιρώντας μόνο τα ζαχαρώδη, τις σοκολάτες, τις μαργαρίνες και το… χαβιάρι, η Γερμανία 7%.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της εξάρτησης από βασικές πρώτες ύλες, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ψωμιού και σειράς τροφίμων με βασική πρώτη ύλη το αλεύρι. Το ψωμί παράγεται από αλεύρι που κυρίως προέρχεται από μαλακό σιτάρι, προϊόν που στην Ελλάδα καλλιεργείται σε πολύ μικρό βαθμό σε αντίθεση με το σκληρό σιτάρι, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή ζυμαρικών. Η Ελλάδα από την εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόνο το 10% των αναγκών της σε μαλακό σιτάρι και όλο το υπόλοιπο το εισάγει. Μέχρι την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, μάλιστα, το 30% των αναγκών της καλυπτόταν από εισαγωγές που γίνονταν από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 1984 η Ελλάδα ήταν πλεονασματική σε μαλακό σιτάρι, όμως οι υψηλές επιδοτήσεις στο σκληρό σιτάρι, κάτι που είχε προωθήσει η Ιταλία για τους δικούς της λόγους, οδήγησαν πολλούς Ελληνες καλλιεργητές να στραφούν στην καλλιέργεια μαλακού σιταριού. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, τον Οκτώβριο η τιμή του ψωμιού στην Ελλάδα είχε αυξηθεί σε ετήσια βάση κατά 19,4% έναντι αύξησης στην Ευρωζώνη 16,2%. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι φέτος, με βάση τα στοιχεία εννεαμήνου, καταγράφεται έλλειμμα στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων ύψους 547,07 εκατ. ευρώ έναντι πλεονάσματος 295,74 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Στο γεγονός ότι, πρώτον, δεν παράγονται στην Ελλάδα και, δεύτερον, στο μικρό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό το ότι πολλά προϊόντα πολυεθνικών ομίλων τιμολογούνται υψηλότερα εδώ σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για να είναι επαρκώς κερδοφόρα η δραστηριότητα των εταιρειών στη μικρή ελληνική αγορά, όπου μάλιστα λόγω γεωγραφικής θέσης η αποστολή των προϊόντων έχει και μεγαλύτερο κόστος σε σύγκριση με χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, τα προϊόντα πωλούνται με υψηλότερο περιθώριο κέρδους. Η απουσία επιπλέον πολλών εγχώριων ανταγωνιστών σε κάποιες κατηγορίες προϊόντων δημιουργεί στην ουσία ένα άτυπο ολιγοπώλιο. Ετσι, επώνυμο αφρόλουτρο μεγάλης πολυεθνικής (συσκευασία 750 ml) στην Ελλάδα πωλείται στην τιμή των 6,10 ευρώ, στην Ισπανία 4,60 ευρώ, στη Γαλλία 5,75 ευρώ. Πολύ γνωστό υγρό απορρυπαντικό πιάτων στην Ελλάδα πωλείται προς 5,95 ευρώ/λίτρο, στη Γερμανία 3,53 ευρώ/λίτρο, στην Ισπανία προς 4,60 ευρώ/ λίτρο. Για ένα πακέτο πάνες Νο 2 πολύ δημοφιλούς μάρκας οι καταναλωτές στην Ελλάδα πληρώνουν 19,45 ευρώ (συσκευασία 46 τεμαχίων) ή 0,42 ευρώ/ τεμάχιο, όταν στη Γερμανία η τιμή αντιστοίχως είναι 10,58 ευρώ, στη Γαλλία 17,48 ευρώ και στην Ισπανία 18,40 ευρώ.
Την ίδια ώρα, αν και ο κλάδος των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα εξακολουθεί να μη χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης –ο μεγαλύτερος της αγοράς, ο «Σκλαβενίτης», έχει μερίδιο αγοράς 31,7%– εντοπίζονται συμπεριφορές στις σχέσεις προμηθευτών και λιανεμπόρων, οι οποίες στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Σύμφωνα και με όσα περιλαμβάνονται στη μεγάλη κλαδική έρευνα που πραγματοποίησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού και δημοσιοποιήθηκε πέρυσι, υπάρχουν εμπόδια εισόδου στο λιανεμπόριο όπως το υψηλό κόστος των λεγόμενων τελών εισόδου στο ράφι (entry fees), ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις που ζητούνται εκπτώσεις από τους προμηθευτές προκειμένου η αλυσίδα να τους παραχωρήσει καλή θέση στο ράφι. Ακόμη και κατά τη 10ετή κρίση χρέους, με την εσωτερική υποτίμηση να αφορά τους μισθούς και όχι τις τιμές, οι τιμές τροφίμων ήταν υψηλές με βάση την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων.
Ο,τι ανεβαίνει δεν κατεβαίνει
Σε ό,τι αφορά τη μετακύλιση του κόστους στην τιμή λιανικής, η έρευνα της Ε.Α., η οποία, όμως, έγινε σε συνθήκες απουσίας πληθωριστικών πιέσεων, έδειξε ότι για κάθε 1% αύξηση του κόστους αγοράς της αλυσίδας από τον προμηθευτή, η αλυσίδα αυξάνει την τιμή έως 0,5% (ανάλογα με το προϊόν), απορροφά δηλαδή το ήμισυ της αύξησης.
Τι γίνεται όμως στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή εάν μειωθούν οι τιμές αγοράς; Μάλλον, το γνωστό «ό,τι ανεβαίνει, δεν κατεβαίνει», φαίνεται να ισχύει κι εδώ. «Οι εκπτώσεις/παροχές είναι κατά κανόνα μη συστηματικές και ετεροχρονισμένες (δηλαδή δεν σχετίζονται με τον χρόνο τιμολόγησης των προϊόντων που αφορούν) και δεν συμπεριλαμβάνονται απευθείας στο κόστος αγοράς κατά τον χρόνο προμήθειας των προϊόντων από τα σούπερ μάρκετ. Αυτό δημιουργεί προβληματισμό κατά πόσον οι εν λόγω ωφέλειες μετακυλίονται στους καταναλωτές εν είδει χαμηλότερων τιμών λιανικής», σημειώνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
moneyreview.gr
Διαβάστε επίσης:
Σούπερ μάρκετ: Οι στρατηγικές και τα «κόλπα» για φθηνότερο καλάθι νοικοκυριού
Απόβαση οίκων πολυτελείας αλλά και εκπτωτικών αλυσίδων στην Ελλάδα
Πληθωρισμός: Θα αργήσει να μειωθεί παρά την υποχώρηση των τιμών αερίου
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News