Κλιματολογικό stress test σε τράπεζες και επιχειρήσεις από την ΕΚΤ
Τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα κρούει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προειδοποιώντας ότι το 30% των χρηματοδοτήσεων του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ σε μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες (NFC), αφορά σε επιχειρήσεις που εκτίθενται σε υψηλό ή αυξημένο κίνδυνο λόγω τουλάχιστον ενός παράγοντα φυσικού κινδύνου. Περίπου το 10,6% των τραπεζικών πιστώσεων που εκτίθενται σε NFC υπόκεινται σε υψηλό ή αυξανόμενο κίνδυνο πλημμύρας, 1,4% σε παράκτιες πλημμύρες και στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, 11,2% σε αύξηση της θερμοκρασίας, 12,2% σε υδάτινη πίεση και 4,8% σε πυρκαγιές.
Αν και ο κίνδυνος από τις πλημμύρες λόγω της κλιματικής αλλαγής αποτελεί το νούμερο ένα κίνδυνο για τις επιχειρήσεις αλλά και τις τράπεζες στην ευρωζώνη ειδικά στην Κεντρική Ευρώπη, η ΕΚΤ επισημαίνει την αυξημένη έκθεση των τραπεζών στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία σε επιχειρήσεις που επηρεάζονται από πολλαπλούς κινδύνους, λόγω των εκτεταμένων πυρκαγιών που μαστίζουν αυτές τις χώρες.
Η έκθεση της ΕΚΤ δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούνιο, πριν δηλαδή τις καταστροφικές πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού που κατέκαψαν εκατομμύρια στρέμματα στις χώρες του νότου και καθίσταται επίκαιρη από ποτέ για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η έκθεση βασίζεται στη χαρτογράφηση 1,5 επιχειρήσεων στην ευρωζώνη και αξιοποιώντας μοντέλα αλλά και μετρήσεις του Network for Greening the Financial System (NGFS), ρίχνει περαιτέρω φως στην ποσοτική διάσταση του κλιματικού κινδύνου στις ευρωπαϊκές τράπεζες, τις ασφαλιστικές και τα επενδυτικά κεφάλαια με στόχο να στηρίξει τις πολιτικές διαχείρισης του φαινομένου. Τα κλιματολογικά τεστ αντοχής δείχνουν ότι η μετάβαση σε ένα θερμότερο πλανήτη θα οδηγούσε σε υψηλότερες αθετήσεις δανείων και ζημίες αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων.
Με βάση τα συμπεράσματα της έκθεσης πιο εκτεθειμένες σε επιχειρήσεις που βρίσκονται σε περιοχές υψηλού ή αυξημένου φυσικού κινδύνου και ως εκ τούτου στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι οι λιγότερο κεφαλαιοποιημένες και λιγότερο κερδοφόρες τράπεζες.
Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη χαρακτηριστικά, όπως οι εξασφαλίσεις, η μέση έκθεση των τραπεζών σε επιχειρήσεις που υπόκεινται σε υψηλό ή αυξημένο φυσικό κίνδυνο είναι έξι φορές υψηλότερη μεταξύ των 25% των λιγότερο καλά κεφαλαιοποιημένων τραπεζών (με αναλογία CET1) σε σχέση με τις 25% των πιο καλά κεφαλαιοποιημένων τραπεζών. Επιπλέον η μέση έκθεση σε κίνδυνο που κατέχει το ένα τέταρτο των τραπεζών με τη χαμηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) είναι διπλάσια από εκείνη των 25% πιο κερδοφόρων τραπεζών. Συνεπώς, συμπεραίνει η ΕΚΤ «οι φυσικοί κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή μπορεί να αλληλεπιδράσουν με άλλα τρωτά σημεία των τραπεζών, επιδεινώνοντας τις πιθανές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
Τα ανοίγματα σε επιχειρήσεις σε περιοχές με υψηλούς ή αυξανόμενους φυσικούς κινδύνους συγκεντρώνονται σε λίγες – σχετικά μεγάλες – τράπεζες. Πάνω από το 70% των πιστωτικών ανοιγμάτων του τραπεζικού συστήματος προς τις αναγνωρισμένες εταιρείες υψηλού κινδύνου διατηρούνται από 25 τράπεζες, αντανακλώντας το γεγονός ότι οι φυσικοί παράγοντες κινδύνου συγκεντρώνονται σε μερικές μεγάλες τράπεζες. Πρόκειται για τράπεζες με συνολικά περιουσιακά στοιχεία που κυμαίνονται μεταξύ 68 δισεκατομμυρίων ευρώ και 2.355 δισεκατομμυρίων ευρώ (με μέσο όρο 672 δισεκατομμύρια ευρώ και διάμεσο 386 δισεκατομμύρια ευρώ), διαφοροποιημένες σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και τις περιφέρειες και οι οποίες ως παγκόσμιες ή συστημικά σημαντικές τράπεζες, έχουν επιπλέον κεφαλαιακά αποθέματα. Ως αποτέλεσμα, η έκθεση των δανείων τους σε επιχειρήσεις σε περιοχές με υψηλούς ή αυξανόμενους φυσικούς κινδύνους είναι γενικά χαμηλότερη από το 7% του συνολικού ενεργητικού τους, με επτά τράπεζες να έχουν ανοίγματα άνω του 10%.
Τα ανοίγματα τραπεζικών συστημάτων σε επιχειρήσεις που βρίσκονται σε περιοχές με τουλάχιστον κάποια παρούσα ή προβλεπόμενη έκθεση σε παράγοντες φυσικού κινδύνου ανέρχονται έως και στο 80%. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στην καταγραφή των υφιστάμενων αλλά και των προβλεπόμενων κινδύνων έως το 2040. Τα τραπεζικά ανοίγματα που επηρεάζονται από φυσικούς κινδύνους μετά το 2040 θα εξαρτηθούν καθοριστικά από τα μέτρα μείωσης των εκπομπών και από τον βαθμό προσαρμογής στις πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Τα τραπεζικά δάνεια σε τομείς σχετικούς με την κλιματική πολιτική (CPRS) στη ζώνη του ευρώ ανέρχονται περίπου στο ήμισυ των συνολικών δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, με περισσότερα από τα δύο τρίτα των ανοιγμάτων CPRS να αφορούν τον τομέα της κατοικίας, ακολουθούμενο από τον τομέα της έντασης ενέργειας. Τα συνολικά εγχώρια ανοίγματα CPRS ανέρχονται σε 1,9 τρισεκατομμύρια ευρώ, που αντιπροσωπεύουν το 52% του συνολικού εγχώριου χαρτοφυλακίου δανείων NFC της ζώνης του ευρώ, με τουλάχιστον το ένα τρίτο των τραπεζικών ανοιγμάτων σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Τα ανοίγματα στους τομείς της στέγασης και της έντασης ενέργειας ανέρχονται σε 36% και 8% αντίστοιχα των συνολικών δανείων σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Έτσι τράπεζες είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε επιχειρήσεις στον τομέα της μεταποίησης και των ακινήτων, με περισσότερα από τα δύο τρίτα των ανοιγμάτων σε τομείς όπως δραστηριότητες ακινήτων, κατασκευές, διαμονή και τρόφιμα να καλύπτονται από εξασφαλίσεις (κυρίως φυσικά περιουσιακά στοιχεία). Αυτό δημιουργεί κάποιες ανησυχίες σχετικά με την πιθανή υποτίμησή του. Μόνο περίπου το 45% των ανοιγμάτων σε επιχειρήσεις που υπόκεινται σε φυσικούς κινδύνους στον μεταποιητικό τομέα εξασφαλίζονται με εξασφαλίσεις, υποδηλώνοντας δυνητικά υψηλότερες απώλειες σε αυτόν τον τομέα. Επιπλέον, αυτός ο τομέας μπορεί να εκτίθεται ιδιαίτερα σε φυσικούς κινδύνους μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού των επιχειρήσεων, κάτι που δεν έχει ληφθεί υπόψη στην παρούσα ανάλυση.
Από την άποψη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων στην Ευρώπη, οι κύριοι φυσικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα είναι οι πλημμύρες, η πίεση στο υδάτινο περιβάλλον, η αύξηση της θερμοκρασίας και οι πυρκαγιές. Ένα σημαντικό μερίδιο αυτών των επιχειρήσεων βρίσκεται σε περιοχές που είναι ήδη πολύ εκτεθειμένες, οι οποίες αναμένεται να εκτεθούν πολύ σε φυσικούς κινδύνους τα επόμενα 20 χρόνια ή που βρίσκονται σε περιοχές που εκτίθενται σήμερα και όπου το επίπεδο έκθεσης αυξάνεται.
Τα εμπειρικά ευρήματα αυτής της έκθεσης υποδηλώνουν πάντως ότι οι κίνδυνοι χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι «διαχειρίσιμοι», αλλά με δεδομένο ότι εμφανίζουν υψηλή συγκέντρωση σε γεωγραφικές περιοχές, αλλά και συγκεκριμένους τομείς και επιχειρήσεις απαιτείται αυξημένη επαγρύπνηση και πολιτικές πρόληψης. «Τα πιο σοβαρά αποτελέσματα μπορούν ακόμη να αποφευχθούν, αλλά οι εκπομπές που προκαλούν την κλιματική αλλαγή πρέπει να μειωθούν δραστικά και άμεσα», προειδοποιεί η ΕΚΤ.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News