Η Ελλάδα μπορεί να γίνει πόλος έλξης της κινηματογραφικής βιομηχανίας
Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει ως μεγάλη ευκαιρία την τάση επέκτασης της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας στην ψηφιακή σφαίρα, εξέφρασε απόψε ο πρόεδρος και CEO της Paramount Pictures, Τζιμ Γιανόπουλος, κατά την ομιλία του στο πρώτο διεθνές ψηφιακό συνέδριο «Καινοτόμοι Έλληνες» («Innovative Greeks»), που διοργανώνουν σήμερα και αύριο ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και η Endeavor Greece.
Μέσω μιας οπτικής ίνας, είπε, το Χόλιγουντ μπορεί σήμερα να συνδεθεί με οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο, όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις σπέσιαλ εφέ, animation ή post production και να ελέγχει την όλη διαδικασία -κι αυτό αποτελεί ευκαιρία για την Ελλάδα.
«Πιστεύω πως η μεγάλη ευκαιρία που έχουμε ως χώρα είναι στον ψηφιακό τομέα, ο οποίος δεν έχει ακόμα πλήρως αναπτυχθεί. Είναι θαυμάσιο να έχουμε σκηνογράφους και κάμεραμαν και υπεύθυνους φωτισμού και όλο αυτό σε όρους απασχόλησης είναι πάρα πολύ σημαντικό, αλλά ο κινηματογράφος εξελίσσεται και πολλά γίνονται πλέον εικονικά. Στην ταινία «’Αβαταρ» για παράδειγμα, ούτε ένα χορταράκι ήταν αληθινό, όλα έγιναν (σε ένα στούντιο) σε μια μικρή πόλη στη Νέα Ζηλανδία. Μπορούμε να συζητήσουμε το πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί αυτός ο τομέας στην Ελλάδα και αν έχουμε τις κατάλληλες δεξιότητες, μπορούμε να προχωρήσουμε πολύ» επισήμανε.
Πολλά έχουν βελτιωθεί για την προσέλκυση κινηματογραφικών παραγωγών στην Ελλάδα
Πρόσθεσε δε, αναφερόμενος και προσωπικά στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκο Πιερρακάκη, ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει κάνει πάρα πολλά για να προσελκύσει στην Ελλάδα μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές, ενώ μνεία έκανε και στο «Athens Film Office», επισημαίνοντας ότι έχει υπάρξει πολύ μεγάλη πρόοδος ως προς την πρόσβαση σε συγκεκριμένες τοποθεσίες για κινηματογράφηση.
Ερωτηθείς τι είναι αυτό που κάνει τους κολοσσούς της κινηματογραφικής βιομηχανίας να επιλέγουν μια χώρα για να γυρίσουν εκεί μια ταινία, ο Τζιμ Γιανόπουλος ανέφερε παράγοντες, που αφορούν τόσο τα logistics, όσο και οικονομικές παραμέτρους. Ιδιαίτερη μνεία έκανε στα οφέλη της επιδότησης κινηματογραφικών παραγωγών, σε ό,τι αφορά τις ταινίες υψηλού προϋπολογισμού: «Πολλές κυβερνήσεις, πρόσφατα και η Ελλάδα, αλλά και οι μισές πολιτείες των ΗΠΑ, κατάλαβαν πια πως είναι πολύ σημαντικό να προσκαλούν (με επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις) τις κινηματογραφικές παραγωγές στη χώρα τους, γιατί υπάρχουν πολλά δευτερογενή οφέλη για την οικονομία, πχ, για τα ξενοδοχεία ή τα ταξί» σημείωσε.
Πρόσθεσε ότι η Ελλάδα έχει καλές τιμές και είναι ανταγωνιστική, αλλά υπάρχουν και άλλα προαπαιτούμενα: «Υπάρχουν για παράδειγμα τα κατάλληλα συνεργεία και το κατάλληλο τεχνικό προσωπικό, για να γυρίσουμε μια ταινία; Τα πράγματα σε αυτό το πεδίο βελτιώνονται. Μετά υπάρχει το ερώτημα: Πού γυρίζουμε; Υπάρχουν τα κατάλληλα στούντιο; Εκεί χρειάζεται κάποια πράγματα να βελτιωθούν, αλλά τελευταία, επειδή υπάρχει η επιδότηση διάφορων παραγωγών, τα πράγματα είναι πιο ευνοϊκά και κάποιοι σκέφτονται να δημιουργήσουν και εγκαταστάσεις για γυρίσματα. Τρίτον: μπορείς να κλείσεις δρόμους; Μπορείς να γυρίσεις σε συγκεκριμένες τοποθεσίες; Εκεί υπάρχει μεγάλη πρόοδος με το Athens Film Office» σημείωσε.
Καινοτομία χάρη στις αμυντικές δαπάνες
Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μοχλεύσει τις σημαντικές αμυντικές της δαπάνες, προκειμένου να οικοδομήσει ένα οικοσύστημα Ερευνας και Ανάπτυξης (R & D) ικανό να παράγει καινοτομίες ευρείας χρήσης, εξέφρασε η Βικτόρια Σταυρίδου-Κόλμαν, 22η διευθύντρια της DARPA, της Υπηρεσίας Έρευνας Προηγµένων Αµυντικών Προγραµµάτων των ΗΠΑ, με δραστηριότητα 25 ετών στη Silicon Valley.
«Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικές επενδύσεις στην άμυνα και την ασφάλεια κι έχει δαπανήσει πολλά χρήματα για την άμυνά της στο ΝΑΤΟ ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Είναι δεύτερη μετά τις ΗΠΑ και ανάμεσα στις πέντε χώρες του ΝΑΤΟ, που δαπανούν πάνω από το 2% του ΑΕΠ τους σε αμυντικές δαπάνες. Κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, το ποσοστό αυτό έφτασε το 2,5% του ΑΕΠ της το 2019» σημείωσε και πρόσθεσε ότι στις ΗΠΑ η DARPΑ έχει ολοκληρώσει πάρα πολλά προγράμματα, που εκτός του ότι δημιούργησαν αυξημένες αμυντικές δυνατότητες για τη χώρα, γέννησαν και καινοτομίες και τεχνολογίες ευρείας χρήσης.
«Νομίζω πως η ελληνική κυβέρνηση έχει μια ευκαιρία εδώ, να μοχλεύσει τις σημαντικές αμυντικές της δαπάνες, προκειμένου να οικοδομήσει ένα τοπικό οικοσύστημα R & D, που μπορεί να δημιουργήσει άμυνα και ταυτόχρονα να παράγει σημαντικές καινοτομίες» πρόσθεσε.
Αφού παρουσίασε τα στοιχεία εκείνα που κάνουν έναν οργανωμένο πυρήνα καινοτομίας -π.χ., τη Silicon Valley- αποδοτικό (κρίσιμη μάζα ερευνητών από κοντινά πανεπιστήμια, χρηματοδότηση μέσω και venture capital funds, υποδομές για startupers), σημείωσε ότι για να μπορέσει η Ελλάδα να προχωρήσει σε αυτό το πεδίο, θα πρέπει να δει ξανά το φορολογικό καθεστώς και τους νόμους για την εργασία.
Η Ελλάδα μπορεί να γίνει δυνατός παίκτης σε συγκεκριμένες τεχνολογίες του Industry 4.0. Αλλά όχι σε όλες
Δυνατός παίκτης σε συγκεκριμένες -αλλά όχι σε όλες ταυτόχρονα- τεχνολογίες (της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης) μπορεί να γίνει η Ελλάδα, όπως επισήμανε ο Εβαν Κουτσοβίνος, παγκόσμιος επικεφαλής της American Express στις υποδομές. Αναφέροντας ως κυρίαρχες ή αναδυόμενες τάσεις στην τεχνολογία το cloud computing (υπολογιστική νέφους), την ευελιξία και την ταχύτητα παραγωγής λογισμικού, τη μηχανική μάθηση και την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και πτυχές που αφορούν στην κυβερνοασφάλεια, τον αυτοματισμό και τα data analytics, επισήμανε: «Η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι δυνατός παίκτης σε κάποιους από αυτούς τους τομείς, αλλά όχι ταυτόχρονα σε όλους. Είναι σημαντικό να εστιάσει σε λιγότερους τομείς και να τους αναπτύξει σε μεγαλύτερο βάθος. Αντί δηλαδή να πάει οριζόντια, να πάει κάθετα» επισήμανε.
Τους παράγοντες που καθιστούν ένα προϊόν «δυνατό» σε διεθνείς αγορές περιέγραψε ο Παναγιώτης Βιτάκης, Chief Customer Officer της Celonis. Κάλεσε -μεταξύ άλλων- τις ελληνικές επιχειρήσεις να σκέφτονται μεγαλόπνοα («think big») και να χτίσουν ένα οικοσύστημα γύρω από το προϊόν τους, το οποίο θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζει ένα πραγματικό πρόβλημα και θα απευθύνεται στην παγκόσμια αγορά. Τις κάλεσε επίσης να δουν «πώς θα συμπράξουν με τους δρώντες στην αγορά».
Εξαιρετική δουλειά στο τραπεζικό και το νομικό σύστημα έχει κάνει η ελληνική κυβέρνηση, όπως επισήμανε ο Ντιν Ντακόλιας, co-Chief Investment Officer της Fortress Investment Group. Πρόσθεσε ωστόσο ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να έχει πολλά κόκκινα δάνεια, παρότι έχουν γίνει τα πρώτα βήματα ώστε αυτά να βγουν από τους ισολογισμούς των τραπεζών και να περάσουν σε εταιρείες που βελτιστοποιήσουν την απόδοση του χαρτοφυλακίου. «Πολλά πρέπει ακόμα να γίνουν, αλλά είμαστε σε καλό δρόμο» υπογράμμισε.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News