Πώς ο Μπάιντεν θα πετύχει αυτό που επιθυμούσε διακαώς ο Τραμπ: Ένα αδύναμο δολάριο
Προτάσσοντας το δόγμα «Πρώτα η Αμερική», βασική επιδίωξη του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, ήταν ένα αδύναμο δολάριο, δίνοντας ώθηση στην εξαγωγική και μεταποιητική δραστηριότητα των ΗΠΑ. Φαίνεται όμως ότι η θητεία Τραμπ συνοδεύθηκε από ένα ισχυρό αμερικανικό νόμισμα. Και, όπως όλα δείχνουν, μια εκλογική νίκη του Τζο Μπάιντεν στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου θα συνοδευθεί με διολίσθηση του αμερικανικού νομίσματος.
Πολύ καιρό πριν κάνει την εμφάνισή του ο κορωνοϊός, ανατρέποντας τα δεδομένα για την παγκόσμια οικονομία, ο Τραμπ είχε εστιάσει τη ρητορική και την πολιτική του στις σχέσεις της Αμερικής με τους υπολοίπους εμπορικούς της εταίρους, επιδιώκοντας την αποκατάσταση των εμπορικών ισορροπιών. Πολύ συχνά εξαπέλυε κατηγορίες για χειραγώγηση συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ η επιβολή δασμών σε διάφορα αγαθά, από πάνελ ηλιακής ενέργειας μέχρι πλυντήρια ήταν βασικό «όπλο» στην εμπορική αντιπαράθεση, κυρίως με την Κίνα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος παραπονείτο συχνά και για το ισχυρό δολάριο, εξαπολύοντας μύδρους εναντίον της Κίνας, Ευρωπης, ακόμη και εναντίον της Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ.
Φαίνεται όμως ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν κατάφερε να «λυγίσει» το αμερικανικό νόμισμα. Το αντίθετο μάλιστα. Το δολάριο ήταν κατά μέσο όρο ισχυρότερο επί θητείας Τραμπ από ό,τι στη διάρκεια της θητείας των προκατόχων του και περίπου 18% ανατιμημένο σε σύγκριση με τα επίπεδα συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την οκταετή θητεία του Μπαράκ Ομπάμα στον προεδρικό θώκο, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Fed.
«Ο Τραμπ έλεγε ότι ήθελε πιο αδύναμο δολάριο, αλλά τελικά βρέθηκε με πιο ισχυρό εθνικό νόμισμα», δηλώνει στο Bloomber ο Νεντ Ράμπελτιν, στρατηγικός αναλυτής συναλλαγματικών ισοτιμιών στην Toronto-Dominion Bank.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι σχετικά θετικές επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τη νομισματική πολιτική και τα κέρδη των επενδυτών. Στον απόηχο της πιστωτικής κρίσης του 2008, η ανάπτυξη της οικονομίας επί Ομπάμα και Τραμπ ήταν η μακροβιότερη στην ιστορία, με την ανεργία να έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 ετών. Εν αντιθέσει με την Ευρώπη και την Ιαπωνία, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ(FED) κατάφερε, αν και για πολύ σύντομο διάστημα, να εγκαινιάσει κύκλο αύξησης επιτοκίων, γεγονός που κατέστησε το δολάριο πιο ελκυστικό έναντι των υπολοίπων νομισμάτων.
Οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ συνέβαλαν και με άλλους τρόπους στην ισχυροποίηση του δολαρίου. Οι αλλαγές σε φορολογικό και ρυθμιστικό πλαίσιο συνέβαλαν στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στις ΗΠΑ, ενώ έδωσαν ώθηση και στην κερδοφορία των επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή, οι συνθήκες αστάθειας και έντονης μεταβλητότητας στις αγορές λόγω του σινο-αμερικανικού εμπορικού πολέμου έστρεψαν τους επενδυτές προς το «καταφύγιο» του δολαρίου.
«Ο Τραμπ εφήρμοζε φιλοαναπτυξιακές πολιτικές και πολιτικές φιλικές προς τις επιχειρήσεις -χαμηλότεροι φόροι, πιο χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο- και αυτό ευνοεί το δολάριο», εξηγεί ο Τζακ Μάκινταϊρ, διαχειριστής κεφαλαίων στην Brandywine Global Investment Management.
Μπορεί το ανατιμημένο δολάριο να αποδεικνύεται απροσδόκητος «μποναμάς» για τους Αμερικανούς καταναλωτές και τις επιχειρήσεις που εισάγουν προϊόντα. Για τις επιχειρήσεις όμως του μεταποιητικού τομέα, συνεπάγεται αυξημένο κόστος και μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών στις ξένςε αγορές. Φαίνεται όμως ότι τα δεδομένα αντιστρέφονται, με το δολάριο να έχει απομακρυνθεί 8% από το υψηλό τουέτους και προβλέπεται να αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο.
Σύμφωνα με τη μέση πρόβλεψη στρατηγικών αναλυτών σε δημοσκόπηση του Bloomberg, ο δείκτης δολαρίου -που παρακολουθεί τις επιδόσεις του αμρεικανικού νομίσματος έναντι των βασικών του ανταγωνιστών στις αγορές συναλλάγματος, όπως το ευρώ και το γιέν- αναμένεται να υποχωρήσει σχεδόν 3% από τώρα έως τα τέλη του 2021.
Μια προεδρία Μπάιντεν, ειδικά εάν συνδυασθεί με ένα «μπλε κύμα» και τους Δημοκρατικούς να αποκτούν τον έλεγχο του Κογκρέσου, θα μπορούσε να επιταχύνει τη διολίσθηση του αμερικανικού νομίσματος. Συν τοις άλλοις, οποιαδήποτε ανησυχία ότι το αμερικανικό χρέος έχει αυξηθεί σε εκτός ελέγχου επίπεδα θα μπορούσε να πυροδοτήσει ανησυχίες και για τη ισοτιμία του δολαρίου. Σύμφωνα με τον Αμπντελάκ Αντζρίου, διαχειριστή κεφαλαίων στην American Century Investments, η αύξηση του αμερικανικό χρέους θα συμβάλει μακροπρόθεσμα στην αποδυνάμωση του δολαρίου, ανεξαρτήτως του ποιος εκ των δύο υποψηφίων επικρατήσει τελικά στις εκλογές. Σε μια προεδρία Μπάιντεν, η διολίσθηση θα μπορούσε να συμβεί πολύ γρήγορα, εκτιμά, καθώς ο υποψήφιος των Δημοκρατικών θα επιχειρήσει να μειώσει το έλλειμμα με φορολογικές αυξήσεις.
Καθοριστικό ρόλο για την πορεία του δολαρίου θα διαδραματίσουν και οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα. Το σχέδιο του Μπάιντεν «Made in All of America» καταδεικνύει ότι δεν θα υιοθετήσει πιο χαλαρή στάση όσον αφορά τις σχέσεις Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Από την άλλη, θεωρείται λιγότερο επιθετικός σε σύγκριση με τον Τραμπ και με πιο διαλλακτική στάση απέναντι στις άλλες χώρες. Η συγκεκριμένη στάση, σε συνδυασμό με ενδεχόμενες αυξήσεις φόρων σε μια κυβέρνηση Μπάιντεν, ενδεχομένως να πιέσουν ακόμη περισσότερο το δολάριο.
Πέραν των παραπάνω, υπάρχει και το δίδαγμα του 2016, με την απροσδόκητα θετική αντίδραση των αγορών στη νίκη Τραμπ, αιφνιδιάζοντας πολλούς αναλυτές της Wall Street.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News