Business & Finance Τετάρτη 20/09/2023, 16:51
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Στουρνάρας: Οι προϋποθέσεις για ανάπτυξη 2,2% φέτος και 3% το 2024

Στουρνάρας: Οι προϋποθέσεις για ανάπτυξη 2,2% φέτος και 3% το 2024

Για τις προοπτικές και τους κινδύνους της ελληνικής οικονομίας, το τραπεζικό σύστημα, αλλά και για την κλιματική αλλαγή, μίλησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Global Finance και την Tiziana Barghini.

Όπως είπε, «για το 2023, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,2%, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ και της πιο ήπιας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Για το 2024, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 3,0%.

Ωστόσο, επισήμανε ότι «αυτή η βελτιωμένη επίδοση μπορεί να επιτευχθεί υπό την προϋπόθεση ότι η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται από το RRF θα προχωρήσει σύμφωνα με τον προγραμματισμό, ότι η γεωπολιτική κρίση δεν θα κλιμακωθεί και ότι η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής δεν θα αφήσει μόνιμο τραύμα στην οικονομία της ευρωζώνης. Ο γενικός πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 3,8% για το 2024 (έναντι 4,3% το 2023 και 9,3% το 2022), αντανακλώντας τη διατήρηση ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων από τις τιμές των ειδών διατροφής, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών. Θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία μαρτυρούν και οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου».

Ερωτηθείς σχετικά με τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι «τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Οι τράπεζες κατόρθωσαν να μειώσουν το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) τους κατά περίπου 90% και σήμερα ο δείκτης ΜΕΔ τους βρίσκεται πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ. Η βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, σε συνδυασμό με την άνοδο των επιτοκίων και τη συγκράτηση του κόστους των τραπεζών, επηρέασε θετικά την κερδοφορία τους, με το δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (RoE) τους να διαμορφώνεται σε διψήφια επίπεδα το 2023. Η υψηλότερη κερδοφορία και οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι τράπεζες για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση έχουν αυξήσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν άφθονη ρευστότητα, χάρη στην ισχυρή καταθετική τους βάση και την πρόσβασή τους στις αγορές κεφαλαίων. Έχοντας εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους, οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να επιτελέσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο στην οικονομία». 

Σχετικά με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ο διοικητής της ΤτΕ δήλωσε ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, καθώς το ζήτημα έχει συνέπειες για τη σταθερότητα των τιμών. Γι’ αυτό και η κλιματική αλλαγή συγκαταλέγεται ολοένα περισσότερο στις προτεραιότητες πολλών κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο.

«Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής ήδη λαμβάνονται υπόψη στη διαχείριση εξασφαλίσεων, στη διαχείριση κινδύνων και στα προγράμματα αγοράς τίτλων, ιδίως με τη στροφή προς εκδότες με καλύτερες κλιματικές επιδόσεις στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων του επιχειρηματικού τομέα (CSPP). Το πρόγραμμα δράσεων της ΕΚΤ για το κλίμα 2022 επικαιροποιείται σε τακτική βάση καθώς επιτυγχάνονται τα σχετικά ορόσημα», πρόσθεσε.

Τέλος, στην ερώτηση «Τι κυρίως θα θέλατε να αλλάξετε στην ελληνική οικονομία;», είπε: «Θα ήθελα να ήταν δυνατόν να αλλάξουμε το δημόσιο τομέα ώστε να ανταποκρίνεται στα υψηλότερα δυνατά διεθνή πρότυπα. Αυτό προϋποθέτει την αντιμετώπιση χρόνιων εγγενών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (π.χ. μεταβιβάσεις ακινήτων, χωροταξικός σχεδιασμός, ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, ψηφιακός μετασχηματισμός των δημόσιων υπηρεσιών). Επίσης άλλα προβλήματα προς επίλυση είναι η υστέρηση σε βασικές υποδομές, η ανεπαρκής καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, οι ελλείψεις στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία ‒ έρευνα ‒ καινοτομία) και η ανεπαρκής σύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών με τις δεξιότητες που χρειάζεται η πραγματική οικονομία. Αυτές οι αδυναμίες βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρα για επενδύσεις».

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News