Σύμφωνο Σταθερότητας: «Οχι» σε ευέλικτους κανόνες, λέει το Βερολίνο
Ενα πιο ευέλικτο Σύμφωνο Σταθερότητας, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, που θα επιβάλλει μεν δημοσιονομική σύνεση, αλλά δεν θα οδηγεί σε ασφυξία, αφήνοντας δημοσιονομικό χώρο για επενδύσεις, ιδίως για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, είναι αυτό που προκύπτει από τις προτάσεις της Κομισιόν και θα συζητηθεί από τους υπουργούς Οικονομικών της Ε.Ε. την προσεχή Πέμπτη στο Λουξεμβούργο.
Ομως, για άλλη μια φορά, η Γερμανία φρόντισε να τορπιλίσει τη διαπραγμάτευση, την παραμονή της. Ο υπουργός Οικονομικών της Κρίστιαν Λίντνερ σε δηλώσεις του στους Financial Times την Παρασκευή προεξόφλησε ότι δεν υφίσταται πεδίο συμφωνίας αυτή τη στιγμή, καθώς η Γερμανία επιμένει στην επιβολή ταχύτερων ρυθμών μείωσης του χρέους των κρατών-μελών και αρνείται τα διμερή συμβόλαια με τα κράτη-μέλη που προτείνει η Κομισιόν, θεωρώντας ότι αυτά θα οδηγήσουν σε υπερβολική χαλάρωση και δεν θα είναι αξιόπιστα. Η Γερμανία, αντίθετα, προτείνει μείωση του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών κατά 1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο (και των μη υπερχρεωμένων κατά 0,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο), ανεξαρτήτως της πορείας του οικονομικού κύκλου.
Κι αν αυτό μοιάζει απλό στην τρέχουσα συγκυρία, κατά την οποία ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη «σβήνουν» χρέος με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από το 1% του ΑΕΠ (η Ελλάδα το μείωσε κατά 23,3 μονάδες το 2022), δεν ισχύει το ίδιο σε περίπτωση ύφεσης. Αντίθετα, τότε θα βυθίσει τη χώρα που θα επιχειρήσει να μειώσει περαιτέρω το χρέος της σε μεγαλύτερη οικονομική δυσπραγία.
Το Ecofin της 15ης Ιουνίου δεν θα έφθανε ούτως ή άλλως σε τελική συμφωνία – καλώς εχόντων των πραγμάτων, αυτό αναμενόταν προς το τέλος του έτους, με στόχο να εφαρμοστεί το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας το 2025. Ομως, θα ήταν μια συνάντηση κατά την οποία θα γινόταν καταγραφή των συγκλίσεων των θέσεων και θα δίνονταν κατευθύνσεις για τη συνέχεια. Η απαξίωση της όποιας προόδου από τον κ. Λίντνερ μείωσε τις πιθανότητες συμφωνίας τους επόμενους μήνες – αν και η ευρωπαϊκή παράδοση είναι γεμάτη από συμβιβασμούς της τελευταίας στιγμής.
Δεν είναι βεβαίως μόνον η Γερμανία που έχει αντιρρήσεις επί των προτάσεων της Κομισιόν. Η Ιταλία, με χρέος που εκτιμάται ότι θα υπερβεί το ελληνικό το 2026 και ήδη υψηλότερο κόστος δανεισμού από την Ελλάδα, επιτίθεται στην Κομισιόν για υπερβολικές υπαναχωρήσεις έναντι της Γερμανίας, ιδίως εξαιτίας της πρότασης της Κομισιόν οι χώρες με έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ τους να μειώνουν το χρέος τους κατά 0,5% του ΑΕΠ τους ετησίως – κι ακόμη περισσότερο αν είναι και υπερχρεωμένες. Η πρόταση αυτή δεν άρεσε, εξάλλου, ούτε στη Γαλλία, που υποστήριξε ότι είναι αντίθετη με το πνεύμα της μεταρρύθμισης του Συμφώνου. Ακόμη και η Ολλανδία, που συνήθως πρωταγωνιστεί μεταξύ των «γερακιών», διαφώνησε με την «υποχρεωτική, ελάχιστη μείωση χρέους ανεξαρτήτως περιστάσεων», όπως είπε η υπουργός Οικονομικών της Σίγκριντ Κάαγκ. Ωστόσο, η Ολλανδία θέλει κι αυτή οριζόντιους ποσοτικούς στόχους και όχι λύσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες κάθε κράτους-μέλους, όπως προβλέπει η πρόταση της Κομισιόν. Αυστρία και Σουηδία είναι επίσης κοντά στις γερμανικές θέσεις.
Η Ελλάδα
Η Ελλάδα, την οποία θα εκπροσωπήσει στο Ecofin ο υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Πελαγίδης, συνοδευόμενος από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Μιχάλη Αργυρού, βλέπει θετικά τις προτάσεις της Κομισιόν, αν και θα ήθελε κάποιες επιπλέον διευκολύνσεις, κυρίως την εξαίρεση ή ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των αμυντικών δαπανών. Ανάλογο αίτημα, μάλιστα, έχουν η Ιταλία, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής.
Προτείνει μείωση του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών κατά 1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, ανεξαρτήτως του οικονομικού κύκλου.
Ως προς τις επενδύσεις, η πρόταση της Κομισιόν παρέχει ευελιξία, έτσι ώστε να μη θυσιάζονται προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα και το χρέος. Συγκεκριμένα, η πρόταση προβλέπει την εξαίρεση των κοινοτικών κονδυλίων του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης από τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, που θα αποτελούν στο εξής το μέτρο δημοσιονομικής εξυγίανσης (αντί του πρωτογενούς πλεονάσματος). Επίσης, στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων 4ετούς διάρκειας, που θα συμφωνούν με την Κομισιόν, τα κράτη-μέλη θα μπορούν να ζητούν έως και 3 επιπλέον χρόνια προσαρμογής, προκειμένου να μη «στραγγαλίζουν» τις επενδυτικές τους δαπάνες.
Οσο για το απαιτούμενο μέγεθος προσαρμογής, η Ελλάδα πήρε ήδη το μήνυμα με τις πρόσφατες συστάσεις της Κομισιόν, που της ζήτησε να μην αυξήσει τις καθαρές πρωτογενείς της δαπάνες κατά περισσότερο από 2,6% το 2024, σε σύγκριση με το 2023. Αυτό μεταφράζεται σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 2% του ΑΕΠ. Τα επόμενα χρόνια μπορεί να ανέβει το ποσοστό του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,3%-2,5% του ΑΕΠ, εκτιμούν πηγές του υπουργείου Οικονομικών.
Στην πραγματικότητα, οικονομικοί αναλυτές στην Αθήνα υποστηρίζουν ότι «η Ελλάδα πρέπει να κινείται σαν να ισχύουν ακόμη οι παλιοί, αυστηρότεροι κανόνες», προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών και την επενδυτική βαθμίδα.
Σε κάθε περίπτωση, οι οικονομολόγοι αισιοδοξούν ότι με τα δεδομένα που ισχύουν τώρα, σε ό,τι αφορά τα επιτόκια δανεισμού και άρα τη βιωσιμότητα του χρέους και την άνετη εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας, «η Ελλάδα άνετα περνάει τον πήχυ των νέων δημοσιονομικών κανόνων».
Αυτό, βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι η επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία θα θεωρηθεί δεδομένη και δεν θα υπάρξει ξεχείλωμα δαπανών. «Το μόνο πρόβλημα θα είναι η τροχιά των δαπανών, αν μειώσουμε τους συντελεστές ΦΠΑ», σχολιάζει με νόημα ένας οικονομολόγος, παραπέμποντας στη σχετική προεκλογική θέση κομμάτων, κυρίως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Τα δεδομένα, βεβαίως, ίσως επιδεινωθούν αν επιδεινωθεί η θέση της Ιταλίας και αυξηθούν τα επιτόκια δανεισμού της, συμπαρασύροντας και τα ελληνικά.
«Το κοκτέιλ ανάπτυξης, πληθωρισμού, πλεονασμάτων και επιτοκίων είναι πολύ καλό σε σχέση με αυτό άλλων χωρών», σχολιάζει άλλος αναλυτής. «Σε 2-3 χρόνια το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι πολύ μικρότερο και αν βγει αυτό το “αγκάθι” του χρέους, τα υπόλοιπα προβλήματα θα λυθούν γρηγορότερα», προσθέτει.
Πηγή: kathimerini.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News