Οι προκλήσεις και οι διαπραγματεύσεις της επόμενης ημέρας μετά τις εκλογές
Η νέα κυβέρνηση δεν θα έχει να αντιµετωπίσει µνηµονιακές ή µεταµνηµονιακές δεσµεύσεις για πρώτη φορά ύστερα από 13 ολόκληρα χρόνια
Η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να διαπραγµατευτεί µε την Ευρώπη τους δηµοσιονοµικούς στόχους που θα πρέπει να εκπληρώνονται τα επόµενα πολλά χρόνια, να διαχειριστεί το θέµα της ακρίβειας, το οποίο θα έχει λάβει ακόµη µεγαλύτερες διαστάσεις από τις σηµερινές, αλλά και να βρει τρόπους αντιµετώπισης των προβληµάτων που θα δηµιουργήσουν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων. Θα κληθεί επίσης να δώσει δείγµατα γραφής όσον αφορά την ανάγκη εκσυγχρονισµού του κράτους αλλά και να διασφαλίσει την πορεία αποκλιµάκωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ ώστε να µη διαταραχθεί η απρόσκοπτη πρόσβαση της χώρας στις αγορές.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Θάνου Τσίρου στην Καθημερινή της Κυριακής, η νέα κυβέρνηση θα είναι η πρώτη που θα σχηµατιστεί µετά το 2010 η οποία δεν θα έχει να αντιµετωπίσει µνηµονιακές ή µεταµνηµονιακές δεσµεύσεις ύστερα από 13 ολόκληρα χρόνια. Οµως, είναι σαφές ότι θα πρέπει να τηρήσει συγκεκριµένες δεσµεύσεις όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισµού, οπότε θα πρέπει να γίνει σαφές από τώρα στους ψηφοφόρους ότι µετά τις εκλογές δεν θα υπάρχουν περιθώρια για εφαρµογή πολιτικών κρατικής στήριξης αντίστοιχων µε αυτές που εφαρµόστηκαν ειδικά στην περίοδο 2020-2023. Αν λοιπόν σε αυτά τα τέσσερα χρόνια διατέθηκαν περίπου 55 δισ. ευρώ για την αντιµετώπιση των συνεπειών της πανδηµίας, της ενεργειακής και της πληθωριστικής κρίσης, είναι αµφίβολο αν θα καταστεί εφικτό να διατεθούν περισσότερα από 10 δισ. ευρώ συνολικά στην 4ετία, κάτι που φυσικά θα εξαρτηθεί σε µεγάλο βαθµό από την πορεία της οικονοµίας.
Οι προκλήσεις του οικονομικού επιτελείου
Για το επόµενο οικονοµικό επιτελείο οι προκλήσεις θα είναι πολλές. Με τα σηµερινά δεδοµένα, ακόµη και αν διατηρηθούν σε χαµηλά επίπεδα οι τιµές της ενέργειας, θα υπάρχει η µεγάλη πρόκληση της αντιµετώπισης της ακρίβειας αλλά και του υψηλού κόστους του χρήµατος. Ουσιαστικά, τα δύο αυτά «ενεργά µέτωπα» παραµένουν ανοικτά, καθώς προς το παρόν δεν διαφαίνεται το πότε θα κορυφωθεί το κύµα ακρίβειας, ειδικά στα τρόφιµα, αλλά και το πότε θα σταµατήσει η άνοδος των επιτοκίων (πόσο µάλλον το πότε θα αρχίσει η αντίστροφη πορεία). Τουλάχιστον για το επόµενο 12µηνο, το πιθανότερο είναι ότι οι τιµές των τροφίµων θα συνεχίσουν να αυξάνονται (έστω και µε πιο βραδύ ρυθµό), όπως επίσης και ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ θα ανέλθουν σε ακόµη υψηλότερα επίπεδα.
Ποια θα είναι η διαφορά σε σχέση µε την προηγούµενη 4ετία; Ακριβώς λόγω του «σφιξίµατος» της δηµοσιονοµικής πολιτικής (ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποθαρρύνει τις κυβερνήσεις από το να υιοθετούν µέτρα στήριξης, ειδικά οριζόντιου χαρακτήρα) δεν θα υπάρχουν πολλά περιθώρια οι «πληγές» από την ακρίβεια και τις αυξηµένες δόσεις των δανείων να επουλωθούν µε µέτρα στήριξης. Ειδικά όσον αφορά τα δάνεια, εκτός από το όποιο δηµοσιονοµικό κόστος των µέτρων στήριξης, υπάρχει και η απροθυµία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επιτρέψει τη στήριξη των δανειοληπτών από το κράτος µε µέτρα οριζόντιου χαρακτήρα.
Το επόµενο οικονοµικό επιτελείο, µετρώντας τα δηµοσιονοµικά περιθώρια υπό τα νέα δεδοµένα που θα διαµορφωθούν, θα πρέπει να συνυπολογίσει και την «κληρονοµιά» από τα µέτρα που έχουν ήδη υιοθετηθεί και τα οποία συγκροτούν έναν δηµοσιονοµικό λογαριασµό της τάξεως των 7-8 δισ. ευρώ. Είναι το ετήσιο κόστος των µέτρων που υιοθετήθηκαν σταδιακά κατά την προηγούµενη 4ετία: µείωση ασφαλιστικών εισφορών κατά 4,4 ποσοστιαίες µονάδες, µείωση συντελεστών φορολόγησης των νοµικών προσώπων αλλά και των διανεµόµενων κερδών, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης, στοχευµένες µειώσεις συντελεστών ΦΠΑ (είναι µέτρο που λήγει στο τέλος του 2023, αλλά δύσκολα θα επανέλθουµε στους υψηλότερους συντελεστές κ.λπ.).
Με δεδοµένη λοιπόν την ανάγκη αυτής της «κληρονοµιάς» αλλά και για παραγωγή υψηλότερων πλεονασµάτων, το πιθανότερο είναι ότι η επόµενη κυβέρνηση, για να προβεί σε γενναίες αλλαγές οικονοµικής πολιτικής, θα πρέπει να προχωρήσει σε ανατροπές µέτρων που έχουν ήδη ληφθεί.
Τα δύο µεγάλα κόµµατα αναµένεται να παρουσιάσουν τα οικονοµικά τους προγράµµατα αµέσως µετά την επίσηµη προκήρυξη των εθνικών εκλογών. Σε αυτά θα αποτυπωθούν και οι προθέσεις για την επόµενη 4ετία. Επίσης, θα καταγραφούν οι σχεδιασµοί και σε ένα άλλο µεγάλο µέτωπο για την επόµενη περίοδο διακυβέρνησης, που θα έχει να κάνει µε την ανασυγκρότηση του κράτους.
Δύσκολες διαπραγµατεύσεις µε την Ευρώπη
Το οικονοµικό επιτελείο θα καταθέσει στο τέλος του µήνα το επικαιροποιηµένο Σύµφωνο Σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο θα καλύπτει την περίοδο 2023-2026. Λόγω της ανακοίνωσης των εκλογών –και δεδοµένου ότι µετά το Πάσχα θα έχουµε και την προκήρυξή τους– το πρόγραµµα σταθερότητας θα περιλαµβάνει µόνο το βασικό σενάριο, δηλαδή τις προβλέψεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ, του χρέους και του πρωτογενούς αποτελέσµατος στον προϋπολογισµό, χωρίς να υπάρξει κανένα µέτρο δηµοσιονοµικής πολιτικής.
Στην επόµενη κυβέρνηση θα πέσει εποµένως ο… κλήρος για τη διαπραγµάτευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειµένου να οριστικοποιηθούν οι δηµοσιονοµικοί στόχοι των επόµενων ετών. Η διαπραγµάτευση –η οποία θα φτάσει σε επίπεδο αρχηγών κρατών– δεν αναµένεται να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του χρόνου. Ετσι, το πιθανότερο είναι ότι το προσχέδιο θα συνταχθεί µε βάση τις σηµερινές παραδοχές (αλλά και τα επικαιροποιηµένα οικονοµικά στοιχεία που θα προκύψουν µέχρι τότε, συν τις όποιες πρώτες πολιτικές αποφάσεις µε δηµοσιονοµική επίπτωση λάβει η επόµενη κυβέρνηση), ενώ στη συνέχεια θα γίνουν οι απαιτούµενες προσαρµογές στο πλαίσιο κατάρτισης του τελικού σχεδίου του προϋπολογισµού τον Νοέµβριο.
Το δεδοµένο είναι ότι το 2024 δεν θα υπάρχει ρήτρα διαφυγής, άρα οι χώρες-µέλη της Ε.Ε. θα πρέπει να εφαρµόσουν τους κανόνες του Συµφώνου Σταθερότητας. Η Ελλάδα θα πρέπει να παραγάγει υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσµατα το 2024 συγκριτικά µε το 2023 (εφόσον φυσικά η φετινή χρονιά κλείσει µε πρωτογενές πλεόνασµα στην περιοχή του 0,8%), τα οποία µε βάση τα σηµερινά δεδοµένα εκτιµάται ότι θα πρέπει να φτάσουν στην περιοχή του 2%-2,5%. ?στόσο, µε την αναθεώρηση του Συµφώνου Σταθερότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα µπουν και άλλοι παράγοντες στην εξίσωση.
Κατ’ αρχάς θα ζητηθεί –και θα πρέπει να διασφαλιστεί– η συνεχής αποκλιµάκωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Μέχρι και φέτος, η Ελλάδα θα έχει να επιδείξει πολύ καλές επιδοτήσεις, καθώς εκτός από τη συγκράτηση του χρέους σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης στην περιοχή των 355-357 δισ. ευρώ, έχει βοηθήσει πολύ η αύξηση του ονοµαστικού ΑΕΠ (πάνω από 14% το 2022, λόγω πληθωρισµού 9,6% και πραγµατικής ανάπτυξης 5,9%) στην περιοχή των 208 δισ. ευρώ.
Εκτός από την παραγωγή των πρωτογενών πλεονασµάτων και την αποκλιµάκωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ, η Ελλάδα –όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης– είναι πιθανό να αντιµετωπίσει δεσµεύσεις και όσον αφορά τον ρυθµό αύξησης των δηµοσίων δαπανών (η ρήτρα των καθαρών δαπανών υπάρχει στην κοινοτική νοµοθεσία από το 2011, αλλά είναι πιθανό ότι θα ενεργοποιηθεί στην πράξη από το επόµενο έτος στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συµφώνου Σταθερότητας).
Το τελικό περιεχόµενο των δηµοσιονοµικών στόχων που θα πρέπει να εκπληρώσει η Ελλάδα θα εξαρτηθεί σε µεγάλο βαθµό και από τις απευθείας διαπραγµατεύσεις που θα κάνει η χώρα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς το ζητούµενο θα είναι το κάθε πολυετές πρόγραµµα να είναι κοµµένο και ραµµένο στα δεδοµένα της κάθε χώρας. Αυτό προσδίδει ακόµη µεγαλύτερη βαρύτητα στις διαπραγµατεύσεις, που θα κορυφωθούν το φθινόπωρο, επηρεάζοντας όχι µόνο τον προϋπολογισµό του 2024 αλλά και των επόµενων ετών.
moneyreview.gr
Διαβάστε επίσης:
HSBC: Βλέπει ανάπτυξη 2,1% φέτος – Η Ελλάδα υπεραποδίδει
Η εκτίμηση-έκπληξη για πρωτογενές πλεόνασμα το 2022, οι στόχοι και η επενδυτική βαθμίδα
Γραφείο Προϋπολογισμού: Πρωτογενές πλεόνασμα το 2022 – Οι συστάσεις για υποδομές και θεσμούς
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News