ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Πιέσεις στις τράπεζες για συντηρητική μερισματική πολιτική

Οι συστάσεις του επικεφαλής του SSM Αντρέα Ενρία και οι προειδοποιήσεις του Ευρωπαϊκoύ Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου

Πιέσεις στις τράπεζες για συντηρητική μερισματική πολιτική

Εντονες πιέσεις από τις εποπτικές αρχές δέχονται οι τράπεζες για συντηρητική μερισματική πολιτική το 2022, λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών που θα επιβαρύνουν την ποιότητα του ενεργητικού και τις προοπτικές κερδοφορίας. Το θέμα αγγίζει άμεσα τις δύο από τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες, δηλαδή την Εθνική και την Eurobank, που έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να διανείμουν μέρισμα το 2023, δηλαδή για την τρέχουσα χρήση του 2022, εφόσον λάβουν την έγκριση των εποπτικών αρχών με τις οποίες είναι σε απευθείας συνεννόηση. Η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς έχουν μεταθέσει την προοπτική διανομής μερίσματος για τα κέρδη της επόμενης οικονομικής χρήσης, δηλαδή το 2024.

Στον «πάγο» από το 2008

Οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν διανείμει μέρισμα από την προηγούμενη οικονομική κρίση και συγκεκριμένα το 2008 και η προοπτική να μετριαστεί το διανεμόμενο μέρισμα (η Eurobank έχει ανακοινώσει ότι πρόθεσή της είναι να διανείμει το 20% των επαναλαμβανόμενων κερδών) ή ακόμη και να αναβληθεί αποτελεί ένα σοβαρό ενδεχόμενο, που θα κριθεί έως τον επόμενο μήνα. Από την πλευρά της Eurobank, πηγές της τράπεζας σημειώνουν ότι «δεν υπάρχει κάτι διαφορετικό από αυτό που η τράπεζα έχει ήδη ανακοινώσει», ενώ πηγές από την πλευρά της Εθνικής έχουν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο η τράπεζα να καταλήξει στη διανομή ενός «συμβολικού μερίσματος».

Οι συζητήσεις γίνονται υπό τη σκιά των συστάσεων που έχει απευθύνει ο επικεφαλής του SSM Αντρέα Ενρία, ο οποίος σε πρόσφατες δηλώσεις του σημείωσε ότι «οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν παίρνουν αρκετά σοβαρά τους διαφαινόμενους οικονομικούς κινδύνους», καθώς «απολαμβάνουν τα οφέλη από την τόνωση των εσόδων τους λόγω των υψηλότερων επιτοκίων». Αν και, όπως παραδέχτηκε, οι εποπτικές αρχές ήταν υπέρ το δέον απαισιόδοξες σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας, υπάρχει –όπως παρατήρησε– «απροθυμία από την πλευρά των τραπεζών να συμμετάσχουν σοβαρά σε εποπτικές συζητήσεις», προσθέτοντας πως «αυτή η στάση είναι απαράδεκτη», όσο «η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εξελίσσεται σε ένα επίμονο και πλήρως μακροοικονομικό σοκ».

Οι κίνδυνοι

Αντίστοιχα, χαρακτήρα δραματικής προειδοποίησης έχει και το κείμενο για τα τρωτά σημεία του χρηματοοικονομικού τομέα που για πρώτη φορά δημοσιοποίησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Board – ESRB) στα τέλη Σεπτεμβρίου και στο οποίο κάνει λόγο για «περαιτέρω αύξηση των κινδύνων χρηματοπιστωτικής σταθερότητας», λόγω:

  • Της επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης, που επηρεάζει την ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
  • Των κινδύνων που απορρέουν από την απότομη πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων.
  • Της επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών που επιβαρύνει την ποιότητα του ενεργητικού και τις προοπτικές κερδοφορίας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Οπως προειδοποιεί ο ESRB, ενώ «ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας στο σύνολό του είναι καλά κεφαλαιοποιημένος, μια έντονη επιδείνωση των μακροοικονομικών προοπτικών θα συνεπαγόταν εκ νέου αύξηση του πιστωτικού κινδύνου σε μια περίοδο που ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία επεξεργασίας της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με την πανδημία».

Παρά το γεγονός ότι οι αναφορές του επόπτη στο θέμα δεν φωτογραφίζουν τις ελληνικές τράπεζες, αλλά αναφέρονται στους κινδύνους που αντιμετωπίζει το σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών, είναι σαφές ότι οι προειδοποιήσεις χτυπούν την πόρτα και των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες παρά τη στροφή στην κερδοφορία που επέτρεψε η μείωση των κόκκινων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό, αλλά και τα αυξημένα έσοδα που συνεπάγεται η σημαντική πιστωτική επέκταση και η άνοδος των επιτοκίων, παραμένουν σε μια εύθραυστη ισορροπία.

Υπενθυμίζεται ότι η διανομή μερίσματος είχε απαγορευθεί οριζόντια για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες τα χρόνια της πανδημίας και όπως εξηγούν στo Money Review πηγές με γνώση του θέματος, μέχρι σήμερα δεν διαφαίνεται ένα παρόμοιο οριζόντιο μέτρο. Αν και ο επόπτης, όπως σημειώνουν, δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, μπορεί εμμέσως να «πείσει» τις ελληνικές τράπεζες να ξανασκεφτούν το θέμα στη βάση των νέων δεδομένων που δημιουργεί η οικονομική κρίση.

Οι αδυναμίες

Οι ελληνικές τράπεζες παρά την πρόοδο που έχουν κάνει στο μέτωπο της μείωσης της εξυγίανσης των ισολογισμών τους παραμένουν άλλωστε αυτές με τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων που διαμορφώνεται σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (κοντά στο 5,2% έναντι 1,8%), ενώ χαμηλά στην κατάταξη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένουν (μαζί με την Ισπανία) και σε ό,τι αφορά τα κεφάλαιά τους τόσο με βάση τον δείκτη Tier I όσο και με βάση τον δείκτη για την πλήρη εφαρμογή του IFRS 9. Η εικόνα αυτή που είναι γνωστή και δεν έχει επιδεινωθεί σε σχέση με προηγούμενες προβλέψεις, αποτελεί μια κακή συνθήκη για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπροστά στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η οικονομική κρίση. Στις θετικές επιδόσεις που καταγράφουν οι ελληνικές τράπεζες θα αξιολογηθεί η θετική απόδοση ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – ROE), που σύμφωνα με τα στοιχεία 6μήνου ανήλθε στο 19,4% από -32,7% ένα χρόνο πριν και η οποία αποτελεί την τρίτη καλύτερη επίδοση μεταξύ των τραπεζών σε 30 ευρωπαϊκές χώρες. Οπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία των εποπτικών αρχών, σημαντικό μέρος αυτής της επίδοσης και συγκεκριμένα το 11,2% έναντι 2,9% του μέσου ευρωπαϊκού όρου αποδίδεται στα χρηματοοικονομικά έσοδα και σε άλλα έκτακτα έσοδα, όπως οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων που συνεισέφεραν το 6,2% έναντι 1,5% μέσου ευρωπαϊκού όρου.

Οι υποχρεώσεις MREL

Παράγοντα επιβαρυντικό στην αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών αποτελεί η δυσκολία εξόδου στις αγορές για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (Minimum Requirements for Own Funds and Eligible Liabilities), γνωστές ως υποχρεώσεις MREL, κριτήριο που αν και δεν εποπτεύεται από τον SSM, επιδεινώνει τη διαπραγματευτική τους θέση στις συζητήσεις με τον επόπτη. Αυτός ήταν και ένας λόγος που η Eurobank προχώρησε παρά τις αντίξοες οικονομικές συνθήκες το τρέχον έτος στην έκδοση senior preferred ύψους 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 4,5%, προεξοφλώντας την αναγκαιότητα αυτής της κίνησης ενόψει των συζητήσεων για τη διανομή μερίσματος. Αντίθετα η Εθνική, αξιοποιώντας το υψηλό κεφαλαιακό απόθεμα, έχει αναβάλει μέχρι νεωτέρας την έξοδο στις αγορές για τη δημιουργία του «μαξιλαριού» MREL.

moneyreview.gr 

Διαβάστε επίσης: 

Ελκυστικές οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών – Μπαράζ θετικών εκθέσεων

Πόσα θα χάσουν οι ελληνικές τράπεζες από τις αποφάσεις της ΕΚΤ για την ρευστότητα

Τράπεζες: Απαντούν με αύξηση των σταθερών επιτοκίων και μείωση στα κυμαινόμενα

 

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News