ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Τράπεζες: Οι τέσσερις στόχοι για τη νέα χρονιά

Τράπεζες: Οι τέσσερις στόχοι για τη νέα χρονιά

Με εντατικό ρυθμό ολοκλήρωναν τις πρωτοβουλίες για την εξυγίανση των ισολογισμών τους οι τράπεζες λίγο πριν από το κλείσιμο της χρονιάς, παίρνοντας παράλληλα θέση μάχης ενόψει των νέων προκλήσεων που δημιουργούν η ψηφιακή εποχή και η προσαρμογή της οικονομίας στην κλιματική αλλαγή.  

Στην εκπνοή του χρόνου, η μία μετά την άλλη οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έκλειναν τις προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις και τις πωλήσεις δανείων που τις απαλλάσσουν από τα κόκκινα δάνεια του παρελθόντος, και όλα τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι βρίσκονται σε ανάσα αναπνοής από τον βασικό στόχο που είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) σε μονοψήφιο ποσοστό. Αφήνοντας πίσω τα βάρη της προηγούμενης δεκαετίας, το τραπεζικό σύστημα γυρίζει σελίδα, θέτοντας ως βασικούς στόχους:

• Την επιστροφή στην κερδοφορία και τη διανομή μερίσματος.

• Την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

• Την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων που θα ενισχύσουν την κεφαλαιακή βάση τους, επιτυγχάνοντας παράλληλα και την πλήρη απεμπλοκή τους από το κράτος.

• Τη δημιουργία συνθηκών για τη μεγέθυνση της οικονομίας μέσα από την αύξηση των χρηματοδοτήσεων.

Οι τράπεζες μπαίνουν στη νέα χρονιά με όπλο την αυξημένη ρευστότητα, που έχει εξασφαλίσει το άνοιγμα της κάνουλας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, και την ενισχυμένη στήριξη για φθηνό κόστος χρήματος, αλλά το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων δημιουργεί και αβεβαιότητες καθώς υπονομεύει μακροπρόθεσμα τον στόχο της κερδοφορίας. Το μεγάλο στοίχημα παραμένει η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αναπτυξιακά εργαλεία που τίθενται στη διάθεση των επιχειρήσεων, όπως το ΕΣΠΑ και οι άλλοι χρηματοδοτικοί πόροι που συνολικά αθροίζουν 72 δισ. ευρώ για την προσεχή πενταετία και η απορρόφησή τους θα αποτελέσει το διακύβευμα για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.

Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος στην πορεία μετασχηματισμού της οικονομίας είναι καθοριστικός, καθώς εν μέσω της κρίσης που προκαλεί η πανδημία καλείται να διακρίνει τους κινδύνους αλλά και τις ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν, χρηματοδοτώντας όχι μόνο εκείνες τις επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν την επόμενη μέρα, αλλά και αυτές που θα πρωτοστατήσουν στην απαιτούμενη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, που επιφέρουν η ψηφιακή οικονομία και η κλιματική προσαρμογή.

Οι προκλήσεις

Στο μέτωπο των προκλήσεων, αυτές δεν εξαντλούνται στο μακροοικονομικό περιβάλλον. Οι κανονιστικές απαιτήσεις που υποχρεώνονται να τηρούν οι τράπεζες, όπως η πλήρης προσαρμογή στο IFRS 9, η ικανοποίηση των στόχων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (Minimum Requirements for Own Funds and Eligible Liabilities – MREL) που επιβάλλει ο SRB, τα επερχόμενα κλιματικά stress tests που θα πραγματοποιήσει η ΕΚΤ, αλλά και η υποστήριξη των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης προϋποθέτουν σωστή εκτίμηση του πιστωτικού ρίσκου και επαναπροσδιορισμό της πιστοδοτικής πολιτικής με έμφαση στη συμβουλευτική τραπεζική, που αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα του τραπεζικού συστήματος έναντι της fintech βιομηχανίας. Η εξίσωση αυτή θα πρέπει να λυθεί παράλληλα με την άσκηση για την πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια του παρελθόντος αλλά και όσα θα δημιουργηθούν από την παρούσα κρίση.

Παρά το γεγονός ότι ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις που έχουν θέσει οι εποπτικές αρχές, οι κεφαλαιακές απώλειες που ξεπέρασαν τα 11 δισ. ευρώ για την κάλυψη των ζημιών από τις διαδοχικές τιτλοποιήσεις και πωλήσεις δανείων, που υλοποίησαν οι τράπεζες, δημιούργησαν την ανάγκη ενίσχυσης των κεφαλαίων τους με απευθείας αυξήσεις αλλά και μέτρα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου, περιορισμού του κόστους και ενίσχυσης της κερδοφορίας. Ηδη η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank άνοιξαν τον δρόμο των αυξήσεων κεφαλαίων με την προσέλκυση εντός της χρονιάς 1,4 δισ. και 800 εκατ. ευρώ αντίστοιχα (Eurobank και Εθνική Τράπεζα κάλυψαν τις ανάγκες τους με τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου), ενώ σε ό,τι αφορά τις ομολογιακές εκδόσεις οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν αντλήσει από το 2019 μέχρι σήμερα κεφάλαια 5,4 δισ. ευρώ. Οι συνολικές ανάγκες, ωστόσο, είναι πολλαπλάσιες και υπολογίζονται σε 4 δισ. ευρώ κάθε χρόνο έως και το 2024, δηλαδή πάνω από περίπου 1 δισ. ευρώ τον χρόνο για κάθε τράπεζα.  

Σταθερή πηγή προβληματισμού αποτελεί το ύψος της αναβαλλόμενης φορολογίας, που σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ ανέρχεται στα 14,4 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει το 62% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, στοιχείο που χρήζει προσοχής καθώς αλλοιώνει την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Η απομόχλευση, άλλωστε, του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, δηλαδή η πώληση κόκκινων δανείων, επηρεάζει τα έσοδα από τόκους, καθώς στερεί από τις τράπεζες ένα σημαντικό τμήμα των λογιστικοποιημένων έστω εσόδων που εγγράφουν στους ισολογισμούς τους, με συνέπεια η επάνοδος στην κερδοφορία να απαιτεί υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης της τάξης του 4%-5% τα προσεχή χρόνια. Εντούτοις, η απομόχλευση θέτει τις βάσεις για υγιή μεγέθυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου τους.

Εως 300.000 ακίνητα σε πλειστηριασμό

Ο μετασχηματισμός του τραπεζικού συστήματος δημιούργησε νέους πόλους στην αγορά της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, το οποίο παρότι έφυγε από τους ισολογισμούς των τραπεζών εξακολουθεί να βαραίνει επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Τα funds που έχουν επενδύσει στην ελληνική αγορά ιδιωτικού χρέους, αγοράζοντας δάνεια ύψους 70 δισ. ευρώ σε συνεργασία με τις εταιρείες διαχείρισης (servicers), έχουν αναλάβει ήδη ενεργό ρόλο που αναμένεται να ενισχυθεί τα προσεχή χρόνια, καθώς οι τράπεζες εκτός από τα κόκκινα δάνεια του παρελθόντος, αναθέτουν και τη διαχείριση των νέων κόκκινων δανείων. 

Το συνολικό χρέος των ιδιωτών παραμένει σε υψηλά επίπεδα –υπολογίζεται στα 100 δισ. ευρώ– και βασικό εργαλείο για την αποτελεσματική διαχείρισή του αποτελεί ο νέος πτωχευτικός νόμος, που εισάγει νέους κανόνες πτώχευσης αλλά και ρύθμισης των οφειλών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Κεντρική φιλοσοφία του νέου πλαισίου είναι η παροχή δεύτερης ευκαιρίας και η οριστική απαλλαγή των οφειλετών από τα χρέη μέσα από ταχείες διαδικασίες ρευστοποίησης της ακίνητης περιουσίας και αυτοματοποιημένες λύσεις αναδιάρθρωσης οφειλών, όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός, που επιτρέπει τη συνολική ρύθμιση τόσο των οφειλών προς τις τράπεζες όσο και προς το Δημόσιο. 

Κεντρικό ρόλο στην προστασία των αδύναμων νοικοκυριών που θέλουν να προστατεύσουν την πρώτη τους κατοικία από τους πλειστηριασμούς, θα διαδραματίσει ο φορέας για την απόκτηση και επαναμίσθωση ακινήτων που δρομολογείται να λειτουργήσει εντός του 2022. Τη μεγάλη πίτα αποτελούν ωστόσο οι πλειστηριασμοί που επανακάμπτουν μετά τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας με βασικούς επισπεύδοντες πλέον τις εταιρείες διαχείρισης, οι οποίες λειτουργούν ως εντολοδόχοι των funds που έχουν αγοράσει τα κόκκινα δάνεια. Οι εκτιμήσεις της αγοράς ανεβάζουν τον όγκο των ακινήτων που είναι έτοιμα να βγουν σε πλειστηριασμό στις 250.000-300.000, ενώ συνολικά τα ακίνητα που έχουν αλλάξει χέρια από τις τράπεζες στα funds υπολογίζεται ότι φθάνουν τις 500.000.

Διαβάστε επίσης: 

Τράπεζες: Πωλήσεις και τιτλοποιήσεις 19 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο

Ρεκόρ καταθέσεων και τοποθετήσεων σε αμοιβαία κεφάλαια το 2021

Ταμείο Ανάκαμψης: Σήμα εκκίνησης με τις επιχειρησιακές συμβάσεις των τραπεζών

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News