Business & Finance Τετάρτη 8/05/2024, 11:59
ΑΡΘΡΟ

Το ολιγοπώλιο των ελληνικών τραπεζών πλήττει την πραγματική οικονομία

Το ολιγοπώλιο των ελληνικών τραπεζών πλήττει την πραγματική οικονομία

Των Μάνθου Ντελή και Γιάννη Πετρόχειλου-Ανδριανού*

Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ιανουάριος 2024) καταδεικνύουν ότι οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν το χαμηλότερο επιτόκιο καταθέσεων στα νοικοκυριά στην ευρωζώνη: 1,83% στο σύνολο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια, έναντι 3,2% του μέσου κοινοτικού όρου, και άνω του 3,5% σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Ταυτόχρονα, το επιτόκιο δανεισμού, για παράδειγμα στα στεγαστικά δάνεια, είναι το πέμπτο υψηλότερο στην ευρωζώνη αγγίζοντας το 4,58%, έναντι 3,87% του μέσου κοινοτικού όρου. Στα επιχειρηματικά δάνεια, η εικόνα της χώρας μας παραμένει παρόμοια, με το συνολικό περιθώριο μεταξύ επιτοκίου δανεισμού και καταθέσεων να διαμορφώνεται ως ένα από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη, σαφώς υψηλότερο του μέσου όρου (βλ. διάγραμμα). Σύμφωνα μάλιστα με την Τράπεζα της Ελλάδος (Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Νοεμβρίου 2023), η διαφορά του μέσου επιτοκίου χορηγήσεων και καταθέσεων έφτασε το εξαιρετικά υψηλό 5,89% το πρώτο εξάμηνο του 2023.

Ως αποτέλεσμα, τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών από τόκους σχεδόν διπλασιάστηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2023 σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022, ενώ τα συνολικά κέρδη μειωθήκαν λόγω της μείωσης των εσόδων από μη επαναλαμβανόμενες συναλλαγές (πχ συναλλαγές κυβερνητικών ομολόγων, παράγωγα προϊόντα και προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου, κέρδη από τη διάσπαση και πώληση παραρτημάτων). Το επιτόκιο από προμήθειες αυξήθηκε επίσης κατά 5,7%, ενώ οι τράπεζες σχεδιάζουν περαιτέρω αυξήσεις με μηνιαίες χρεώσεις στους καταθετικούς λογαριασμούς.

Θα περίμενε κανείς, ότι οι πλέον εύρωστες ελληνικές τράπεζες θα αξιοποιούσαν την ολιγοπωλιακή τους δύναμη (όπως αναγνωρίστηκε, έστω και μερικώς, από την Επιτροπή Ανταγωνισμού) για να επεκτείνουν σημαντικά τον δανεισμό στην πραγματική οικονομία. Ωστόσο, τα πιο πρόσφατα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος δείχνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Η επέκταση το 2023 σε σχέση με το 2022 αυξήθηκε μόλις κατά 5,8% σε επιχειρήσεις, ενώ μειώθηκε κατά 1,3% στους ελεύθερους επαγγελματίες και 2% στους ιδιώτες. Αντιθέτως, υπήρξε μεγάλη επέκταση αυξημένη κατά 15,9% προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το δε πηλίκο του συνόλου των δανείων προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα αγγίζει περίπου στο 60%, βαίνει μειούμενο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και παραμένει εξαιρετικά χαμηλότερο του μέσου όρου των χωρών του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (105%).

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ελληνική τραπεζική αγορά χαρακτηρίζεται από έντονα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά. Ολιγάριθμες, μεγάλες τράπεζες ελέγχουν το μεγαλύτερο μερίδιο των συνολικών τραπεζικών συναλλαγών. Αυτή η δομή εγείρει εύλογες ανησυχίες για τις επιπτώσεις του περιορισμένου ανταγωνισμού. Δυνητικά, μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα κόστη τόσο στους απλούς πελάτες, όσο και στους δανειολήπτες, αδιαφανείς χρεώσεις και όρους, καθώς και πιο αυστηρές απαιτήσεις δανειοδότησης. Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν διστακτικότητα στην επέκταση της τραπεζικής πίστης προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρά την ανακοίνωση αυξημένων κερδών από τις τράπεζες. Ολιγοπωλιακή δομή και διστακτικότητα επέκτασης φέρνουν στο προσκήνιο ανησυχίες και εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τις προτεραιότητες του τραπεζικού τομέα και τον βαθμό στον οποίο προωθείται η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η πιστωτική επέκταση αποκαλύπτει εν πολλοίς τον τρόπο με τον οποίο διανέμεται η χρηματοδότηση στην οικονομία. Επομένως, η προτίμηση προς μεγάλες επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δημιουργεί ανισότητες σε ευκαιρίες, σημαντικά εμποδίζοντάς τις να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια και να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις επιδεινώνοντας τελικά τις ανισότητες στην κατανομή του πλούτου και καταπνίγοντας την οικονομική τους δυναμική. Ο μηχανισμός αυτός γίνεται εύκολα αντιληπτός, καθώς η δυσπρόσιτη και ακριβή χρηματοδότηση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις υπονομεύει ενδεχόμενη ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητά τους σε βασικούς τομείς της οικονομίας, οδηγώντας σε απώλεια αναπτυξιακού δυναμισμού, καινοτόμων ιδεών και ευκαιριών που αυτές δυνητικά προσφέρουν.

Ενώ η κερδοφορία των τραπεζών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εκπλήρωση του βασικού τους ρόλου, που είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, η υγιής ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της (πολλές μικρές επιχειρήσεις), απαιτεί μείωση της ολιγοπωλιακής ισχύος των ελληνικών τραπεζών για να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα ο ανταγωνισμός, προς όφελος των επιχειρήσεων και των καταναλωτών και παράλληλα επέκταση της τραπεζικής πίστης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τον πυρήνα της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Αυτή η στρατηγική θα μπορούσε να ενισχυθεί από μια βεντάλια μέτρων όπως ενδεικτικά είναι η διευκόλυνση της εισόδου νέων τραπεζών στην ελληνική αγορά, ώστε να ενταθεί ο ανταγωνισμός και να ασκηθεί προς τα κάτω πίεση στα επιτόκια και τις προμήθειες, η δημιουργία χρηματοδοτικών προγραμμάτων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με προσιτά επιτόκια και ευέλικτες προϋποθέσεις, για ενίσχυση της ρευστότητας και της δυνατότητας επενδύσεων, καθώς και η προώθηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης και αξιοποίησης ευρωπαϊκών προγραμμάτων κλπ. Συμπερασματικά, η διαφάνεια, η ισότιμη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και η προώθηση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας σε όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων καθίστανται απαραίτητα συστατικά που θα προκύψουν από συνδυασμένες προσπάθειες τόσο από τους αρμόδιους φορείς χάραξης πολιτικής που ορίζουν το πλαίσιο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που προσαρμόζουν τις πρακτικές τους, αλλά και τους κρατικούς φορείς που προσφέρουν εξειδικευμένες δομές στήριξης.

Το ολιγοπώλιο των ελληνικών τραπεζών πλήττει την πραγματική οικονομία-1
Πηγή: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

 

* Ο κ. Μάνθος Ντελής είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Audencia Business School και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Ο κ. Γιάννης Πετρόχειλος-Ανδριανός είναι  Διδάκτωρ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οικονομολόγος και πρώην Επιστημονικός Συνεργάτης στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών.

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News