BUSINESS & FINANCE

Κλιματικά stress test: Πώς τα πήγαν οι ελληνικές τράπεζες

Κλιματικά stress test: Πώς τα πήγαν οι ελληνικές τράπεζες

Βαθμολογία στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών έλαβαν οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες στο κλιματικό στρες τεστ που ολοκλήρωσε η ΕΚΤ και τα αποτελέσματα του οποίου ανακοίνωσε την Παρασκευή. Η καλή επίδοση των ελληνικών τραπεζών, ωστόσο, δεν είναι παρά μια συνθήκη κατανόησης μεταξύ του επόπτη και των τραπεζών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες, όπως παρατηρεί η ΕΚΤ, «δεν έχουν ενσωματώσει ακόμη επαρκώς τους κλιματικούς κινδύνους στο πλαίσιο διενέργειας ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) και τα εσωτερικά υποδείγματά τους».

Το μεγάλο πρόβλημα που ανέδειξε το κλιματικό στρες τεστ ήταν η απουσία στοιχείων που μπορούν να εξαγάγουν μετρήσιμα αποτελέσματα, έτσι ώστε να αξιολογηθεί ο περιβαλλοντικός κίνδυνος που υπάρχει ήδη στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια, και σε αυτό οι ελληνικές τράπεζες δεν έκαναν τη διαφορά, αφού, σύμφωνα με πληροφορίες, ελλείψει στοιχείων για τις εκπομπές ρύπων μιας δανειοδοτημένης επιχείρησης, βασίστηκαν σε εξωτερικά μοντέλα και ενδεικτικές μεταβλητές (proxies), η αξιοπιστία των οποίων ελέγχεται. Το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, αλλά αφορά όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης, αφού, όπως παρατηρεί η ΕΚΤ, «οι περισσότερες τράπεζες, αντί για πραγματικά δεδομένα αντισυμβαλλομένου, δηλαδή του πιστούχου, χρησιμοποιούν εκτενώς ενδεικτικές μεταβλητές για τη μέτρηση πτυχών που σχετίζονται με το κλίμα». Αυτό σημαίνει ότι, απουσία στοιχείων για τις εκπομπές ρύπων μιας επιχείρησης που, π.χ., παράγει χημικά, η μια τράπεζα μπορεί να χρησιμοποιεί τα στοιχεία της αντίστοιχης βιομηχανίας μιας άλλης χώρας, τα οποία μοντελοποιεί, κάτι που ωστόσο δεν διασφαλίζει την αξιοπιστία της μέτρησης.

«Η άσκηση προσομοίωσης, η οποία εμπεριέχεται στον ευρύτερο οδικό χάρτη της ΕΚΤ για το κλίμα, δεν έχει ως σκοπό την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας», καθησυχάζει στην ανακοίνωσή του ο επόπτης, προειδοποιώντας ωστόσο ότι τα αποτελέσματα της εν λόγω άσκησης προσομοίωσης θα ενσωματωθούν στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, το λεγόμενο SREP (Supervisory Review and Evaluation Process) από ποιοτική άποψη. Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και αν δεν οδηγούν άμεσα σε κεφαλαιακές απαιτήσεις, τα αποτελέσματα του στρες τεστ επηρεάζουν την ποιότητα της διακυβέρνησης που παρακολουθεί ο SSM και έτσι κάθε άλλο παρά μπορούν να αγνοηθούν.

Οι 104 τράπεζες που ελέγχθηκαν πανευρωπαϊκά ταξινομήθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες (πράσινη, κίτρινη, πορτοκαλί και κόκκινη) με βάση τις επιδόσεις τους σε τρεις διαφορετικές ενότητες «στρεσαρίσματος» και, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στη χώρα μας πέρασαν τον πήχυ της αξιολόγησης και ταξινομήθηκαν στην «πορτοκαλί» περιοχή.

Η άσκηση

Η άσκηση χωρίστηκε σε τρία τμήματα. Το πρώτο ήταν ένα ερωτηματολόγιο για τις πρακτικές που ακολουθούν οι τράπεζες όταν χορηγούν δάνεια, καταγράφοντας τις δικές τους δυνατότητες διενέργειας άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τους κλιματικούς κινδύνους. Τα ερωτήματα που κλήθηκαν να απαντήσουν ήταν, π.χ., «εάν περιλαμβάνεται ο κλιματικός κίνδυνος στο πλαίσιο των τεστ αντοχής του πιστωτικού ιδρύματος» ή «ποια επιχειρηματική μονάδα της τράπεζας έχει αναπτύξει ή σχεδιάζει να αναπτύξει το τεστ ακραίων καταστάσεων για τους κλιματικούς κινδύνους», και σε αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, οι ελληνικές τράπεζες αξιολογήθηκαν επαρκώς, καθώς σε μεγάλο βαθμό έχουν ενσωματώσει περιβαλλοντικά κριτήρια στις νέες δανειοδοτήσεις τους.

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πάντως, η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι το 60% των τραπεζών δεν διαθέτει ακόμη πλαίσιο για τη διενέργεια ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τους κλιματικούς κινδύνους. Αντιστοίχως, οι περισσότερες τράπεζες δεν περιλαμβάνουν τους κλιματικούς κινδύνους στα υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου τους και μόλις το 20% συνυπολογίζει τους κλιματικούς κινδύνους ως μεταβλητή κατά τη χορήγηση δανείων.

Εκθεση σε κλιματική αλλαγή

Το δεύτερο, με σημαντικό βαθμό δυσκολίας, τμήμα του στρες τεστ αποτέλεσε η προσπάθεια μέτρησης της έκθεσης σε πιστούχους που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή ή έχουν υψηλές εκπομπές ρύπων, καθώς, όπως παρατηρεί η ΕΚΤ, «περισσότερο από τα δύο τρίτα του εισοδήματος των τραπεζών προκύπτει από δανειοδοτήσεις σε κλάδους που είναι υψηλά στην κατάταξη των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου». Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι εκπομπές αυτές προέρχονται από μικρό αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων, π.χ. διυλιστήρια, χημικές βιομηχανίες, κάτι που αυξάνει την έκθεση των τραπεζών σε κινδύνους μετάβασης. Το τμήμα αυτό του στρες τεστ ήταν το πιο κρίσιμο, στον βαθμό που ανέδειξε την ανεπάρκεια των στοιχείων από όλο το τραπεζικό σύστημα, οδηγώντας την ΕΚΤ στη διαπίστωση ότι «η άσκηση κατέδειξε ξεκάθαρα ότι απαιτείται περαιτέρω εργασία από την πλευρά πολλών ιδρυμάτων για τη συλλογή και τη διαχείριση δεδομένων με αναλύσεις που σχετίζονται με το κλίμα». «Το μερίδιο των εσόδων από τόκους που σχετίζονται με τις 22 βιομηχανίες με τις περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ανέρχεται σε περισσότερο από το 60% των συνολικών εσόδων από τόκους κατά μέσον όρο για τις τράπεζες του δείγματος (μέσος όρος 65,2%)», παρατηρεί η ΕΚΤ, και «για να μπορέσουν οι τράπεζες να μετρήσουν την έκθεσή τους στους κλιματικούς κινδύνους στο μέλλον, θα είναι σημαντικό να ενισχύσουν τη δέσμευση των πελατών τους ώστε να αποκτήσουν πληροφορίες για τα σχέδια μετάβασης των πελατών τους».

Κλίμα και νέα κόκκινα δάνεια

Το τρίτο τμήμα της άσκησης ήταν το πιο δύσκολο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες κλήθηκαν να προβλέψουν πόσα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα έχουν από την κλιματική αλλαγή, με βάση τους δύο βασικούς κινδύνους, δηλαδή μιας μεγάλης ξηρασίας με καύσωνες ή αντίθετα εκτεταμένων πλημμυρών. Στο συγκεκριμένο τμήμα του στρες τεστ συμμετείχαν 41 ευρωπαϊκές τράπεζες – οι ελληνικές ήταν μεταξύ αυτών που συμμετείχαν και η ΕΚΤ «έτρεξε» για λογαριασμό τους την άσκηση. Από τα ευρήματα που δημοσιοποίησε πάντως η Κεντρική Τράπεζα προκύπτει ότι «οι πιστωτικές ζημίες και οι απώλειες και στα δύο σενάρια φυσικών κινδύνων ανέρχονται συνολικά σε 70 δισ. ευρώ για 41 συμμετέχουσες τράπεζες», εκτίμηση που όπως σημειώνει μπορεί «να υποτιμά σημαντικά τον πραγματικό κλιματικό κίνδυνο, καθώς αντανακλά ένα μέρος μόνο αυτού του κινδύνου λόγω: (i) της έλλειψης διαθέσιμων δεδομένων σε τόσο αρχικό στάδιο, (ii) του γεγονότος ότι η διαμόρφωση των υποδειγμάτων στα οποία βασίζονται οι προβολές των τραπεζών αποτυπώνει στοιχειωδώς μόνο τους κλιματικούς παράγοντες, (iii) της εξαίρεσης των περιόδων ύφεσης και των δευτερογενών επιδράσεων από τα σενάρια και (iv) του γεγονότος ότι τα ανοίγματα που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της άσκησης αντιστοιχούν μόλις στο ένα τρίτο των συνολικών ανοιγμάτων των 41 τραπεζών. 

Πηγές κοντά στη διαδικασία εξηγούν ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο όχι μόνο για τις ελληνικές τράπεζες αλλά και τις ευρωπαϊκές να απομονώσουν τη διαφορά στην εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα προσέθετε στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια η κλιματική αλλαγή, και η σκοπιμότητα της άσκησης σε ό,τι αφορά αυτή την κατηγορία κινδύνου ήταν κυρίως προληπτική. Σε κάθε περίπτωση ο επόπτης, όπως σημειώνουν, πέτυχε τον στόχο του, που δεν ήταν άλλος από την κινητοποίηση των τραπεζών και την ευαισθητοποίηση των διοικητικών συμβουλίων σε θέματα κλιματικής αλλαγής, τα οποία εν μέσω ενεργειακής κρίσης βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της ΕΚΤ.

Διαβάστε επίσης: 

Κλιματικά stress test: Αντιμέτωπες με ζημιές 70 δισ. ευρώ οι ευρωπαϊκές τράπεζες

Τράπεζες: Τι θα ρωτήσουν τα κλιματικά stress tests της ΕΚΤ

Τι έδειξαν τα κλιματικά stress test της ΕΚΤ: Στην πρώτη γραμμή κινδύνου η Ελλάδα

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News