Έξοδος από το junk: Τι σημαίνει η επενδυτική βαθμίδα για τις επιχειρήσεις
Σε αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων θα συμβάλει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, συμπαρασύροντας σε μείωση των αποδόσεων δανεισμού, παρά το γενικότερο κλίμα αύξησης του κόστους χρήματος, λόγω της ανόδου του πληθωρισμού και των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Η άνοδος του κόστους χρήματος για τις επιχειρήσεις αποτυπώνεται σήμερα κυρίως στις τιμές των εταιρικών ομολόγων, που έχουν εκτοξευθεί λόγω της ανόδου και των αποδόσεων των ομολόγων, αλλά και στην άνοδο των επιτοκίων δανεισμού που είναι συνδεδεμένα με το euribor. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εκτιμάται ότι θα αναχαιτίσει την εκτόξευση των αποδόσεων, ενώ σε ό,τι αφορά τα επιτόκια δανεισμού, η εκτίμηση είναι ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα οδηγήσει σε μείωση περίπου κατά 50 μονάδες τα σημερινά επιτόκια, που διαμορφώνονται περίπου στο 3% για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Σημαντικό όφελος για τις μεγάλες επιχειρήσεις θα προκύψει μετά την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα εξασφαλίσει χαμηλά επιτόκια για το σκέλος του δανείου που καλύπτεται από ευρωπαϊκά κονδύλια.
Το βασικό επιτόκιο αναφοράς του RRF διαμορφώνεται σήμερα στο 0,35%, επίπεδο που δεν θεωρείται διατηρήσιμο μετά την άνοδο των αποδόσεων, αλλά όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη η άνοδος θα είναι λελογισμένη –κοντά στο 1%– και σε κάθε περίπτωση θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση σε φθηνό τραπεζικό δανεισμό, κλειδώνοντας σταθερά επιτόκια για μακρά χρονική περίοδο άνω των 10 ετών.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα σηματοδοτούσε ουσιαστική αλλαγή σκηνικού, καθιστώντας ελκυστικές τις ελληνικές τράπεζες σε επενδυτές μεγάλου βάθους, ενόψει των υψηλών αναγκών άντλησης κεφαλαίων αλλά και της στρατηγικής αποεπένδυσης που είναι προ των πυλών.
Μια τέτοια εξέλιξη θα άνοιγε τον δρόμο για την κάλυψη των υποχρεώσεων ύψους 15 δισ. ευρώ που έχουν οι τράπεζες τα προσεχή χρόνια με χαμηλό κόστος, εξοικονομώντας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών, έως και 300 εκατ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Αυτό κάτω από κανονικές συνθήκες, όπως υπογραμμίζουν, δηλαδή με βάση την εκτίμηση ότι το μέσο κόστος θα μπορούσε να μειωθεί περίπου στο 2% έναντι 3% που υπολόγιζαν οι τράπεζες ότι θα είναι το μέσο κόστος άντλησης κεφαλαίων, και όχι 5%-7% όπου βρίσκονται σήμερα οι τιμές των ομολόγων που εξέδωσαν τα πιστωτικά ιδρύματα την τελευταία 2ετία – και πάντως πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η εξοικονόμηση τόκων σε μια περίοδο απομόχλευσης του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών λόγω των εκτεταμένων πωλήσεων και τιτλοποιήσεων, που συμπαρασύρει σε δραματική μείωση των εσόδων από τόκους –παρά την πιστωτική επέκταση που σημειώνεται– αποτελεί, όπως εξηγούν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, θέμα υψίστης σημασίας.
Εκτός από το άμεσο όφελος θα οδηγούσε στη μείωση του πιστωτικού κινδύνου, αλλάζοντας το προφίλ των ελληνικών τραπεζών και ανοίγοντας τον δρόμο για την καλύτερη τιμολόγηση των πελατών τους σε μια περίοδο που η ρευστότητα στην οικονομία θα αποτελέσει «κλειδί» για τη στήριξη της ανάπτυξης.
Πολύ περισσότερο η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα εξασφάλιζε την άνετη πρόσβαση στις αγορές και θα διεύρυνε τις πηγές άντλησης των απαιτούμενων κεφαλαίων, καθώς οι ελληνικές τράπεζες θα απευθύνονταν πλέον σε επενδυτές μεγάλου κύρους και όχι κυρίως σε hedge funds, που είναι σήμερα οι βασικοί χρηματοδότες των ελληνικών εκδόσεων και των οποίων το capacity δείχνει να εξαντλείται.
Διαβάστε επίσης:
Γιατί αναβάθμισε την Ελλάδα ο οίκος R&I – Τι σημαίνει
Societe Generale: 8 Ιουλίου θα αναβαθμιστεί ξανά η Ελλάδα
DZ Bank: Η Ελλάδα ένα βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα – Τι λέει για τα ομόλογα
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News