Τέλος εποχής για τα χαμηλά επιτόκια: Τι σημαίνει για δάνεια και τράπεζες
Σε ταχύτερο ρυθμό μείωσης των επιτοκίων από αυτόν που είχε προβλεφθεί μέχρι σήμερα παραπέμπουν οι χθεσινές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Με βάση τις εκτιμήσεις, το euribor 3μήνου, που αποτελεί τη βάση για την τιμολόγηση όλων των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, θα οδηγηθεί στο 1,15% έως τα τέλη Δεκεμβρίου από -0,3% σήμερα.
Η προοπτική αυτή κλείνει οριστικά μια δεκαετή πολιτική χαμηλών επιτοκίων, τα οποία μάλιστα είχαν «γυρίσει» σε αρνητικό έδαφος τα τελευταία επτά συνεχή χρόνια και συγκεκριμένα από τον Απρίλιο του 2015, δημιουργώντας ένα ασφαλές δίχτυ προστασίας τα χρόνια της κρίσης στην χώρα μας.
Τα δάνεια που θα ανατιμολογηθούν αυτόματα εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 150 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας τους επιπλέον τόκους που θα κληθούν να πληρώσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά από τις αυξήσεις επιτοκίων που θα κάνει η ΕΚΤ έως τα τέλη του 2023 πάνω από το 1 δισ. ευρώ. Η πρόβλεψη αυτή αφορά στο σύνολο του ιδιωτικού χρέους δηλαδή τόσο αυτά που οφείλουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προς τις τράπεζες και τα οποία είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία πλέον ενήμερα, όσο και τα δάνεια που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των funds και τα οποία είναι είτε σε ρύθμιση είτε σε καθυστέρηση, εντείνοντας τις πιέσεις για όσους ανταποκρίνονταν μέχρι σήμερα στις δανειακές τους υποχρεώσεις με δυσκολία.
Από την πλευρά των τραπεζών η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 100 – 150 μονάδες βάσης θα αποφέρει πρόσθετα κέρδη άνω του 1 δισ. ευρώ περίπου από έσοδα τόκων. Πρόκειται για το καθαρό όφελος που θα προκύψει από την συνολική ανατιμολόγηση τόσο του δανειακού χαρτοφυλακίου, όσο και των καταθέσεων, τα επιτόκια των οποίων θα αυξηθούν επίσης, αλλά όχι με γεωμετρικό τρόπο, όπως θα συμβεί στο σκέλος των απαιτήσεων, που περιλαμβάνει την συντριπτική πλειοψηφία των δανείων που είναι συνδεδεμένα με το euribor 3μήνου. Με βάση τις ανακοινώσεις των τραπεζών τα καταθετικά επιτόκια θα μείνουν σχεδόν ανεπηρέαστα από την άνοδο του βασικού επιτοκίου έως το 0,5% και θα αρχίσουν να αυξάνονται πάνω από αυτό το επίπεδο, διευρύνοντας με αυτό τον τρόπο τα spreads των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή το «ισοζύγιο» επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων.
Τα σταθερά επιτόκια
Σε άνοδο θα οδηγηθούν και τα σταθερά επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες – κάποιες έχουν ήδη προχωρήσει σε μικρές τροποποιήσεις στα τιμολόγιά τους – διαπιστώνοντας ότι τα σημερινά επίπεδα των πολύ χαμηλών επιτοκίων είναι μη διατηρήσιμα. Με βάση στοιχεία από τις τράπεζες το μέσο σταθερό επιτόκιο για μια 10ετία είναι κοντά 3% και της 20ετίας στο 3,5%, αλλά όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη στο επίπεδο αυτό μετά βίας η τράπεζα καλύπτει το κόστος της. Σύμφωνα με τους αρμόδιους της στεγαστικής πίστης τα σημερινά σταθερά επιτόκια αποτελούν παράθυρο ευκαιρίας για όσους θέλουν να κλειδώσουν την δόση του στεγαστικού τους δανείου σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η μετατροπή του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό είναι χωρίς πέναλτι, αλλά επιβαρύνεται με έξοδα φακέλου έως 200 ευρώ και προκειμένου κάποιος να αποφασίσει εάν θα πρέπει να αλλάξει το επιτόκιό του από κυμαινόμενο σε σταθερό, θα πρέπει να λάβει υπόψη το πότε υπογράφηκε η σύμβαση και το κατά πόσο είναι κοντά στην λήξη της τοκοχρεωλυτικής περιόδου, δηλαδή του χρόνου που η δόση του δανείου είναι κυρίως τόκοι και όχι κεφάλαιο.
Η δόση
Για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ ο υπολογισμός με βάση ένα μέσο επιτόκιο 3%, ανεβάζει την επιβάρυνση λόγω της αύξηση του euribor κατά 0,50%, στα 25 ευρώ το μήνα εάν η διάρκεια του δανείου είναι π.χ. τα 20 έτη, διαμορφώνοντας τη δόση από τα 565 ευρώ στα 590 ευρώ το μήνα. Διπλάσια θα είναι η επιβάρυνση για το ίδιο δάνειο όταν η αύξηση του euribor φτάσει τη 1 μονάδα, ανεβάζοντας τη δόση του δανείου από τα 565 ευρώ στα 615 ευρώ για την ίδια διάρκεια δανείου, δηλαδή τα 20 έτη.
Η τελική μηνιαία επιβάρυνση είναι συνάρτηση της διάρκειας και της «παλαιότητας» του δανείου. Έτσι με δεδομένο ότι αρκετά στεγαστικά δάνεια έχουν συμβασιοποιηθεί πριν την προηγούμενη οικονομική κρίση και πλέον η διάρκεια εξόφλησης έχει συρρικνωθεί π.χ. στα 10, η επιβάρυνση μπορεί να αποδειχθεί μικρότερη καθώς τα δάνεια της παλιάς περιόδου έχουν καλύψει την τοκοφόρο περίοδο και είναι πλέον ο δανειολήπτης αποπληρώνει κυρίως κεφάλαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε όλα τα στεγαστικά δάνεια π.χ. με 20ετή διάρκεια, η πρώτη δεκαετία είναι περίοδος που ο δανειολήπτης πληρώνει κυρίως τόκους και η αποπληρωμή του κεφαλαίου είναι κυρίως τη δεύτερη δεκαετία, με έμφαση κατά την τελευταία πενταετία, όπου οι τόκοι αντιπροσωπεύουν το 10%-15% της οφειλής. Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των στεγαστικών δανείων στη χώρα μας είναι συμβάσεις του 2000 έως και το 2010, ο μηχανισμός αυτός αποτελεί δικλείδα ασφαλείας, τουλάχιστον για τα δάνεια αυτής της κατηγορίας και εφόσον οι δανειολήπτες δεν έχουν επαναδιαπραγματευθεί τις συμβάσεις τους, επιμηκύνοντας τη διάρκεια του δανείου για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, π.χ. τα 35 ή ακόμη και τα 40 χρόνια.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα επιχειρηματικά δάνεια και κυρίως αυτά των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που είναι είτε ανακυκλούμενες πιστώσεις, είτε κεφάλαια κίνησης, και τα οποία δεν είναι συμβάσεις του απώτερου παρελθόντος. Με βάση τον υπολογισμό για ένα συμβατικό δάνειο 200.000 ευρώ με 10ετή διάρκεια, με επιτόκιο 5,5%, η αύξηση του euribor κατά 0,50 θα συμπαρασύρει σε αύξηση της δόσης κατά 50 ευρώ έως και 102 ευρώ εάν η άνοδος του επιτοκίου φτάσει τη 1 μονάδα, ανεβάζοντας τη δόση για μια μεσαία επιχείρηση από τις 2.235 ευρώ έως και 2,337 ευρώ.
Διαβάστε επίσης:
Πού θα φτάσουν τα επιτόκια: Πιο ψηλά, πιο γρήγορα – Οι νέες προβλέψεις 8 οίκων
Fitch: Πόσο θα πιεστούν τα ελληνικά νοικοκυριά από την αύξηση των επιτοκίων
Τράπεζες: Επιπλέον κέρδη 1 δισ. ευρώ από την αύξηση των επιτοκίων
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News