Η πανδημία και ο τιτάνιος άθλος των 40 τρισ. δολαρίων
Η πανδημία του κορωνοϊού έχει «γονατίσει» την παγκόσμια οικονομία, φουντώνοντας τις ανησυχίες για ντόμινο εταιρικών πτωχεύσεων και μόνιμων «λουκέτων». Καθώς το 2020 οδεύει προς το τέλος του, η πραγματικότητα στον κόσμο του επιχειρείν αποδεικνύεται διαφορετική και λιγότερο ζοφερή. Επενδυτές, κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις κράτησαν όρθιες τις οικονομίες και τον κόσμο του επιχειρείν, φροντίζοντας να αναπληρώσουν το κενό ρευστότητας και χαμένων κερδών που αφήνει η πανδημία στο πέρασμά της. Η επιχείρηση διάσωσης προσεγγίζει μέχρι στιγμής τα 40 τρισ. δολάρια.
Το «τσουνάμι» ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών
Με την υγειονομική κρίση να βυθίζει την παγκόσμια οικονομία σε μια άνευ προηγουμένου ύφεση, οι κεντρικές τράπεζες, από την Ουάσιγκτον μέχρι τη Φραγκφούρτη και από το Τόκιο έως το Ουέλιγκτον «πλημμύρισαν» τις αγορές με ρευστότητα και με τις μαζικές αγορές εταιρικών και κρατικών ομολόγων προσέφεραν σανίδα σωτηρίας στις επιχειρήσεις, βοηθώντας παράλληλα τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης.
Το «σοκ και δέος» από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών, έχοντας αποδείξει έμπρακτα το «whatever it takes» στη διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας από αυτή την κρίση, περιλαμβάνει 164 μειώσεις επιτοκίων μέσα σε λιγότερες από 150 ημέρες, σύμφωνα με υπολογισμούς της Bank of America. Συνολικά, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν διοχετεύσει ρευστότητα άνω των 8 τρισ. δολαρίων στο χρηματοοικονομικό σύστημα και οι κυβερνήσεις περισσότερα από 20 τρισ. δολάρια, με το σύνολο να φθάνει σχεδόν τα 28 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg Quint και της εταιρείας οικονομικών ερευνών Cornerstone Macro. Το ποσό αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα-τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ, αναπληρώνοντας σχεδόν το σύνολο της οικονομικής παραγωγής που χάθηκε την άνοιξη.
Και οι προσπάθειες δεν σταματούν εδώ. Οικονομολόγοι της Morgan Stanley προβλέπουν ότι οι κεντρικές τράπεζες των τεσσάρων μεγαλυτέρων οικονομιών συν την Κίνα θα αυξήσουν τους ισολογισμούς τους κατά 13 τρισ. δολάρια έως τα τέλη του 2021. Ενδεικτικά, οι ισολογισμοί της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ(FED) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εκτιμάται ότι θα υπερβούν το 50% του συνολικού ΑΕΠ ΗΠΑ και Ευρωζώνης.
Εκτός από τις αγορές κρατικού χρέους και τις μειώσεις στο κόστος δανεισμού, οι κεντρικές τράπεζες διευρύνουν τα προγράμματα αγοράς ενεργητικού με αγορές εταιρικών ομολόγων, βοηθώντας τις επιχειρήσεις να βγουν όρθιες από την πανδημία. Ενδεικτικά, η FED στηρίζει τις αμερικανικές επιχειρήσεις με πρόγραμμα άνω των δύο τρισ. δολαρίων, το οποίο προβλέπει τη χορήγηση δανείων και την προστασία θέσεων εργασίας.
Το «σωσίβιο» των 11 τρισ. από τους επενδυτές
Εκτός από τις κεντρικές τράπεζες, ανάσα ρευστότητας προσφέρουν και οι ίδιοι οι επενδυτές, έχοντας τοποθετήσει το ποσό ρεκόρ των 11 τρισ. δολαρίων σε αγορές μετοχών και ομολόγων -σχεδόν το ήμισυ του ποσού αφορά αγορές εταιρικού χρέους- σύμφωνα με άρθρο της «WSJ», που επικαλείται στοιχεία της Refinitiv.
Επιχειρήσεις όπως η εταιρεία θαλάσσιου τουρισμού Royal Caribbean Group ανέστειλε τις κρουαζιέρες τον Μάρτιο και βρέθηκε σε αναζήτηση «σωσίβιου» ρευστότητας. «Δεν μπορεί ποτέ κανείς να είναι πολύ πλούσιος, πολύ αδύναμος ή με υπερβολική ρευστότητα», τόνιζε ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου ο διευθύνων σύμβουλος, Ρίτσαρντ Φάιν. Η Royal Caribbean δανείσθηκε από τράπεζες και εξέδωσε νέα ομόλογα, καθώς έχανε περίπου 300 εκατ. δολάρια το μήνα, με τα πλοία της αγκυροβολημένα. Έως τον Οκτώβριο είχε απολύσει το 23% των εργαζομένων της στις ΗΠΑ και επαναπάτρισε περισσότερα από 44.000 μέλη πληρώματος.
Η ρευστότητα που προσέφεραν οι επενδυτές κράτησαν εταιρείες όπως η Royal Caribbean στην επιφάνεια. Η Ford Motor τον Απρίλιο άντλησε 8 δισ. δολάρια, έναντι αρχικού στόχου για 3 δισ. δολάρια. Η Boeing, παρότι αρχικά ήταν σε αναζήτηση κρατικής διάσωσης -ένα πακέτο που θα καθιστούσε το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ βασικό μέτοχο της εταιρείας- άλλαξε πορεία πλεύσης, αντλώντας 25 δισ. δολάρια από ομολογιακές εκδόσεις και με ευνοϊκότερους όρους.
Η United Airlines Holdings έλαβε στήριξη από την αμερικανική κυβέρνηση ύψους 5 δισ. δολαρίων στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων που είχαν εγκριθεί τον Μάρτιο. Τα χρήματα όμως δεν ήταν αρκετά ώστε να αναπληρώσουν τα χαμένα έσοδα από τα καθηλωμένα αεροσκάφη. Το κενό συμπλήρωσε η Wall Street. Ο αερομεταφορέας πώλησε μετοχές και χρέος, ενώ δανείσθηκε και 6,8 δισ. δολάρια μέσω του προγράμματος ανταμοιβής πελατών(customer-loyalty program). Το παράδειγμά της ακολούθησαν και άλλοι αερομεταφορείς των ΗΠΑ.
Στήριξη και από τον καταναλωτή
Ο ίδιος ο καταναλωτής, με την ψηφιακή του «επανάσταση», συνέβαλε στη στήριξη του επιχειρείν. Με την πανδημία να συνεπάγεται περιορισμούς για τις αγορές σε φυσικά καταστήματα, οι καταναλωτές στράφηκαν στο Διαδίκτυο και στις online αγορές. Το μερίδιο του ηλεκτρονικού εμπορίου στο σύνολο των πωλήσεων λιανικής στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες στο διάστημα Μαρτίου-Ιουλίου, μια αύξηση αντίστοιχη με την πρόοδο της προηγούμενης πενταετίας, όπως δείχνουν στα στοιχεία της FED.
Ως αποτέλεσμα, τα εταιρικά κέρδη επανακάμπτουν, όπως και οι μετοχικές τιμές. Στο τρίμηνο έως τα τέλη Ιουνίου, η κερδοφορία των επιχειρήσεων του δείκτη S&P 500 υποχώρησε μόλις κατά 6%, διαψεύδοντας ευχάριστα τους αναλυτές που προέβλεπαν βουτιά 25% στην κερδοφοριά τρίτου τριμήνου.
Τα κέρδη των επιχειρήσεων από τους κλάδους υγείας, καταναλωτικών αγαθών και τεχνολογίας αναπλήρωσαν την απότομη πτώση της κερδοφορίας για τις εταιρείες του βιομηχανικού κλάδου και κλάδου ενέργειας.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News