Berenberg Bank για την επόμενη ημέρα: Έτσι θα μοιάζει ο κόσμος μετά τον πόλεμο
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επανασχεδιάζει την πολιτική σκηνή της Ευρώπης –και όχι μόνο- και ενώνει τον ελεύθερο κόσμο όπως σπάνια έχει γίνει στο παρελθόν, διαπιστώνει ο οικονομολόγος της Berenberg Bank, Holger Schmieding και περιγράφει την επόμενη ημέρα.
Σύμφωνα με τον Schmieding, οι Ουκρανοί υπερασπίζονται τον ελεύθερο κόσμο και όχι μόνο το εκτός-ΝΑΤΟ κομμάτι της Ευρώπης. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν πέφτει θύμα της ίδιας του της αντι-ουκρανικής προπαγάνδας, καθώς όσο πιο δυνατά αντιστέκονται οι Ουκρανοί στην εισβολή του, τόσο αποδυναμώνεται η ικανότητά του να κάνει άλλους πολέμους στο μέλλον.
Η αποφασιστικότητα της ουκρανικής άμυνας και η σκληρότητα της ρωσικής επίθεσης σημαίνει πως είναι σχεδόν αδύνατο για τον Πούτιν να επιβάλει ένα καθεστώς-μαριονέτα στο Κίεβο, καθώς αυτή θα καλούνταν να ελέγξει μία χώρα με κυρίως εχθρικό πληθυσμό. Συνεπώς, η Ουκρανία δεν μπορεί να μετατραπεί σε μία μεγαλύτερη εκδοχή της Λευκορωσίας, όπου ο Πούτιν μπόρεσε να κρατήσει τον Λουκασένκο στην εξουσία με ελάχιστο κόστος για την Ρωσία, σημειώνει η Berenberg Bank.
Ακόμα και πριν από τον πόλεμο, η Ρωσία άρχιζε να παρουσιάζει κάποια χαρακτηριστικά σοβιετικού τύπου πετρο-οικονομίας, με υπέρογκο στρατιωτικό τομέα και ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες που τελικά δεν μπορούν να συντηρηθούν οικονομικά. Όλα δείχνουν ότι πέφτει όλο και πιο πίσω από τον ανεπτυγμένο κόσμο, τονίζει ο Schmieding, προσθέτοντας ότι το κόστος του πολέμου, της εντεινόμενης εσωτερικής καταστολής και των αυστηρών κυρώσεων της Δύσης πιθανότατα θα επιταχύνει την οικονομική πτώση της Ρωσίας του Πούτιν πολύ περισσότερο και πολύ γρηγορότερα από ό,τι η ακριβή κατάληψη του Αφγανιστάν συνέβαλε στην υπονόμευση της σοβιετικής ισχύος τη δεκαετία του 1980.
Όπως επισημαίνει η Berenberg, η ρωσική ιστορία κάνει κύκλους, από το άνοιγμα προς την Ευρώπη έως την εσωστρέφεια και την απομόνωση, και πάλι πίσω. Το πλήγμα το οποίο επιφέρει τώρα ο Πούτιν στη Ρωσία αυξάνει τις πιθανότητες ότι η χώρα θα στραφεί ξανά στην Ευρώπη μετά την εποχή του Πούτιν, όποτε και εάν έρθει αυτή.
Η Berenberg μιλά όμως και για την ιστορική τριπλή στροφή της Γερμανίας, θεωρώντας ότι αυτή επιβεβαιώνει την άποψή της ότι οι Δημοκρατίες είναι αργές και η πολιτική διαδικασία δυσκίνητη. Τώρα, η Γερμανία εγκαταλείπει την μεταπολεμική παράδοση που την ήθελε να μην εκμεταλλεύεται την πολιτική της ισχύ, να εστιάζει αποκλειστικά στην ήπια δύναμη και να σκέφτεται μόνο οικονομικά και όχι γεωπολιτικά.
Με την πιο δυναμική απάντησή της στον Πούτιν, η Γερμανία ευθυγραμμίστηκε ξανά με τους συμμάχους της. Κατά την Berenberg, η απόφαση αυτή καθυστέρησε. Όμως, τώρα αντανακλά μια νέα γερμανική συναίνεση, που φαίνεται ότι θα έχει διάρκεια.
Αυτή η στροφή στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας έχει επίσης συνέπειες για τη χάραξη των πολιτικών μέσα στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Τα τελευταία χρόνια, η Γερμανία έχει στηρίξει τα πακέτα διάσωσης για χώρες της Ευρωζώνης και το πρόγραμμα στήριξης των 750 δισ. ευρώ για την πανδημία, ενώ έχει δεχθεί και την ευέλικτη ερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων.
Τώρα, οι κοινές ευρωπαϊκές απαντήσεις στις κρίσεις –όποτε αυτές χρειάζονται- θα μπορούσαν να γίνουν ο κανόνας. Οι μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες στη Γερμανία θα μπορούσαν να γίνουν ένα επιπλέον βήμα προς μία ακόμα πιο ευέλικτη ερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων σε επίπεδο Ευρωζώνης και Γερμανίας. Άλλες χώρες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το γερμανικό παράδειγμα, χρησιμοποιώντας εκτός προϋπολογισμού κονδύλια για να παρακάμψουν τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Σύμφωνα με την Berenberg, ο πόλεμος του Πούτιν ενισχύει τη συνοχή της Ευρώπης, επιτρέποντας στις χώρες να δουν τις διαφορές που τις χωρίζουν από άλλη οπτική. Για παράδειγμα, οι ηγέτες της Πολωνίας και της Ουγγαρίας ίσως τώρα να σκεφτούν πιο προσεκτικά το πόσο πολύ θέλουν να κλιμακώσουν τις συγκρούσεις τους με την Ε.Ε. στα θέματα του κράτους δικαίου και της διαφθοράς. Το να παρεκκλίνουν πάρα πολύ από την Ε.Ε. και το mainstream, μπορεί να είναι συνταγή για να χάσουν ψήφους στις επόμενες εκλογές.
Τα μαθήματα που πλέον έχει πάρει το Βερολίνο μπορεί να επηρεάσουν και την προσέγγιση της Ε.Ε. και της Γερμανίας στην πρόκληση της Κίνας, ενισχύοντας τη στροφή της προσοχής προς τις πιο μακροπρόθεσμες στρατηγικές εκτιμήσεις, με λιγότερη έμφαση στις βραχυπρόθεσμες εμπορικές συνέπειες.
Ο αγώνας της Ουκρανίας για ελευθερία και η τώρα δίκαιη απάντηση της Δύσης ίσως να κάνουν την Κίνα να επανεκτιμήσει τα ρίσκα που θα αναλάμβανε εάν επιχειρούσε μία εισβολή στην Ταϊβάν, επισημαίνει η Berenberg. Η διακομματική αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να σταθούν απέναντι σε αυτή την επιθετικότητα είναι ένα κρίσιμο σημείο που πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί σε αυτή την εξίσωση.
Όπως σημειώνει ο Schmieding, Κίνα και Ρωσία έχουν ξεκάθαρο συμφέρον να συνεργαστούν στενότερα. Η Κίνα είναι ευχαριστημένη να προκαλεί προβλήματα για τη Δύση και δεν θα την πείραζε να έχει τη Ρωσία στη θέση ενός εύπλαστου μικρότερου εταίρου.
Επιπλέον, με τον καιρό, η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποιήσει την Κίνα σαν μια μεγαλύτερη εναλλακτική αγορά για τις εξαγωγές πρώτων υλών της και για να παρακάμψει τις κυρώσεις των Δυτικών. Όμως και για τις δύο χώρες, με την πολύ διαφορετική αντίληψη της ιστορίας, θα ήταν μια εξαιρετικά άβολη και εύθραυστη συμμαχία, που δεν θα επιβιώσει στην μετά-Πούτιν εποχή, καταλήγει η Berenberg.
Διαβάστε επίσης:
Moody’s: Τα δύο σενάρια για την ουκρανική κρίση και τι σημαίνουν για την οικονομία
Capital Economics: Οι απαντήσεις στις 8 πιο κρίσιμες ερωτήσεις για την Ουκρανία
UBS: Από την ελληνική κρίση στην Ουκρανία – Τι μας μαθαίνουν 8 άλλα σοκ
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News