«Στερεύει» από κρατικά ομόλογα η αγορά της Ευρώπης
Στην Ευρώπη, επενδυτές, όπως ο Αλεσάντρο Τεντόρι, έχουν αρχίσει να αποχωρούν από την αγορά κρατικών ομολόγων, ανήσυχοι ότι πλέον δεν έχουν απομείνει ομόλογα γι΄αυτούς.
Πράγματι, η κατάρρευση του όγκου συναλλαγών αποτελεί ανησυχητικό σημάδι για το μέλλον της αγοράς, έγραψε ο επικεφαλής επενδύσεων της Axa Investment Managers σε υπόμνημα προς τους πελάτες με τίτλο «Αντίο Bunds», αναφερόμενος στα γερμανικά 10ετή κρατικά ομόλογα που θεωρούνται σημείο αναφοράς για τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα. Ποιός είναι ο ένοχος; Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία έχει φθάσει τις αγορές κρατικού χρέους σε άνευ προηγουμένου επίπεδα. Εως τα τέλη του 2021, οι επενδυτές θα βρεθούν με ακόμη μεγαλύτερες ελλείψεις.
Η ΕΚΤ, η οποία αύξησε σήμερα το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της (ΡΕΡΡ) κατά 500 δισ.ευρώ, αναμένεται να διακρατεί περί το 43% των γερμανικών κρατικών ομολόγων έως τα τέλη του έτους και περίπου τα δύο-πέμπτα των ιταλικών, σύμφωνα με το Bloomberg Intelligence. Πρόκειται για ποσοστά υψηλότερα από το 30% και 25% αντίστοιχα στα τέλη του 2019.
Ο όγκος συναλλαγών στα προθεσμιακά των γερμανικών 10ετών έχει μειωθεί 62% από τότε που η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει ομόλογα, σύμφωνα με την Axa, ενώ τα spreads έχουν σημειώσει κάθετη πτώση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τόσο στις ασφαλέστερες όσο και στις πλέον ριψοκίνδυνες χώρες, τα spreads αυτού του τριμήνου μεταξύ των ομολόγων με την υψηλότερη απόδόση και αυτών με την χαμηλότερη βρίσκονται στο πιο χαμηλό επίπεδο τουλάχιστον από την χρηματοπιστωτική κρίση.
Ακόμη και οι αποδόσεις των χωρών που πριν από μία δεκαετία κινδύνευαν με χρεοκοπία ή το χρέος τους δεν θεωρείτο βιώσιμο, οδεύουν ολοταχώς προς το μηδέν, το σημείο που οι επενδυτές πλέον δεν αναμένουν κανένα κέρδος από τη διακράτηση ενός ομολόγου έως τη λήξη του. Η απόδοση του πορτογαλικού 10ετούς διολίσθησε κάτω από το μηδέν, ενώ του ιταλικού ειναι χαμηλότερη από 0,6%.
Το ανησυχητικό σήμερα είναι ότι μετά από τον «κατακλυσμό» των φετινών ομολογιακών εκδόσεων, καθώς οι κυβερνήσεις έσπευσαν να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα στήριξης, οι αγορές κρατικού χρέους της Ευρώπης βαδίζουν σε «ένα δρόμο που δεν βγάζει πουθενά» όπως ακριβώς και στην Ιαπωνία, όπου η αγορά έχει απορροφηθεί ολόκληρη από την κεντρική τράπεζα της χώρας. «Το θέμα με την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης είναι ότι τα ομόλογα στον ισολογισμό μίας κεντρικής τράπεζας δεν βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορείς να εξαλείψεις εντελώς τον πιστωτικό κίνδυνο από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι είτε με την πλήρη αμοιβαιοποίηση του χρέους, δηλ. στον επιμερισμό του χρέους σε επίπεδο Ε.Ε., πράγμα που προϋποθέτει αλλαγή των συνθηκών ή ακόμη και δημοψηφίσματα, είτε κλείνοντας οτην αγορά», αναφέρει ο Τεντόρι.
Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές για τους traders στην αγορά ομολόγων. Οι αίθουσες συναλλαγών σε ενεργητικό σταθερού εισοδήματος της Ιαπωνίας έχουν ερημώσει την τελευταία δεκαετία και οι αγορές είναι τόσο «νεκρές» που μερικές φορές μπορεί να υπάρξει ούτε μία διαπραγμάτευση κρατικού ομολόγου μέσα στην ημέρα. Παρά το γεγονός ότι το υφιστάμενο ιαπωνικό χρέος ανέρχεται στα 8 τρισ.δολάρια, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας διακρατεί περίπου το ήμισυ εξ αυτού και ενίοτε πλησιάζει και το 90% μεμονωμένων εκδόσεων.
Οι traders στην Ευρώπη στρέφονται τώρα στην αγορά ξένου συναλλάγματος για να αποκομίσουν κέρδη και στο πλαίσιο αυτό αυξάνονται οι ανησυχίες ότι οι επενδυτές επωμίζονται μεγαλύτερους κινδύνους σε άλλες αγορές για να αντισταθμίσουν το κενό.
Οταν η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει για πρώτη φορά ομόλογα το 2015, οι αγορές αυτές συνοδεύονταν από αυστηρούς κανόνες στις αγορές, προκειμένου να αποφευχθούν κατηγορίες για χρηματοδότηση κυβερνήσεων μέσω νομισματικής πολιτικής. Η ΕΚΤ επέτρεπε μόλις το ένα-τρίτο των κρατικών ομολόγων μίας χώρας και έπρεπε να «ζυγίζει» τις αγορές ανάλογα με το μέγεθος της οικονομίας και του πληθυσμού κάθε χώρας μέλους. Ολα αυτά όμως άλλαξαν εφέστος, όταν η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, κατήργησε όλα αυτά τα όρια στις αγορές ομολογων, με την υιοθέτηση του έκτακτου προγράμματος αγορών (ΡΕΡΡ) ύψους 1,85 τρισ.ευρώ. «Οι αποδόσεις είναι κλειδωμένες, όχι μόνο για την περίοδο του χειμώνα αλλά και για όλο το 2021. Η ΕΚΤ δεν διακινδυνεύει την αύξησή τους στην ανακοίνωση κάποιων θετικών ή αρνητικών νέων. Αυτό μοιάζει με έλεγχο της καμπύλης των αποδόσεων», αναφέρει χαρακτηριστικά η Τζέιμι Σίρλ, στρατηγική αναλύτρια της Citigroup.
H Iαπωνία υπήρξε πρωτοπόρος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης σε μία προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας από την «χαμένη δεκαετία» στην αρχή του 2000. Η κεντρική τράπεζα της χώρας κατέληξε να απορροφήσει τα κρατικά ομόλογα μέσω του προγράμματος, χρηματοδοτώντας ουσιαστικά τις κυβερνητικές δαπάνες από το Δεκέμβριο του 2012, όταν ανέλαβε την εξουσία ο τέως πρωθυπουργός Σίντζο Αμπε. Ο έλεγχος της καμπύλης των αποδόσεων άρχισε το 2016. Ο «θάνατος» της αστάθειας στην αγορά ομολόγων της Ιαπωνίας είναι υποπροϊόν της αποτυχημένης της προσπάθειας να αναθερμάνει τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη μέσα σε ένα περιβάλλον ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών και γήρανσης του πληθυσμού.
Τώρα, ο μοναδικός τρόπος για να επιστρέψει η μεταβλητότητα στην ευρωπαϊκή αγορά σταθερού εισοδήματος είναι εάν οι κεντρικές τράπεζες καταφέρουν να αποσύρουν τα άνευ προηγουμένου μέτρα. Από τότε που ξέσπασε όμως η χρηματοπιστωτική κρίση, τα μέτρα στήριξης αποτέλεσαν «μονόδρομο». Ο τζίρος σε γερμανικά κρατικά ομόλογα άγγιξε το χαμηλότερο επίπεδο τουλάχιστον από το 2005 στο δεύτερο εξάμηνο του 2019, σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Χρηματοοικονομικών Αγορών της Ευρώπης. Και με τον πληθωρισμό να παρουσιάζει ελάχιστες ενδείξεις για εκ νέου κλιμάκωση, η υποστηρικτική πολιτική της ΕΚΤ πιθανόν να ήρθε για να μείνει, ανεξαρτήτως από τί θα συμβεί στην οικονομία και στην πολιτική της περιοχής μετά την πανδημία.
Για ορισμένους παράγοντες της αγοράς, επικρατεί η αίσθηση ότι οι συναλλαγές σε ομόλογα άλλαξαν για πάντα το 2020 και όχι προς το καλύτερο. «Τίποτε δεν είναι πιο μόνιμο από ένα προσωρινό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων μίας κυβέρνησης. Δεν το βλέπω την κατάσταση να αλλάζει τόσο εύκολα», λέει ο επικεφαλής του τμήματος συναλλαγών ομολόγων της ΑΒΝ Αmro, Νιλσ Κοστενς.
Πηγή: Bloomberg
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News