Σούπερ μάρκετ: Επιστρέφουν δριμύτερες οι προσφορές
Κάμψη πωλήσεων στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
Στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 5 ετών βρίσκεται το ποσοστό των προϊόντων που διατίθεται μέσω προωθητικών ενεργειών, καθώς μετά από ένα σύντομο διάλειμμα το 2020, αυτές επανήλθαν δριμύτερες. Την ίδια ώρα από την άλλη υποχωρεί περαιτέρω το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ που παρουσιάζει το «MR» το μερίδιο των επώνυμων προϊόντων που διατέθηκαν από τις αρχές του έτους έως τις 15 Αυγούστου σε προσφορά ανήλθε για το σύνολο των προϊόντων, επώνυμων και ιδιωτικής ετικέτας, σε 55,5%. Το 2020 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 52,9%, το 2019 54,4%, το 2018 53,3% και το 2017 52,9%.
Εάν ληφθούν υπόψη μόνο τα επώνυμα προϊόντα, τότε το ποσοστό αυτών που διατέθηκαν σε καθεστώς προωθητικής ενέργειας – προσφοράς φέτος ανέρχεται σε 62,8%, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό την τελευταία πενταετία. Το υψηλότερο καταγράφηκε το 2019 (63,1), ενώ το 2017 ήταν 62% και το 2018 62,5%. Το 2020 σημειώθηκε το χαμηλότερο ποσοστό, 60,5%. Ο λόγος;
Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών των νοικοκυριών πήγαινε πέρυσι στο σούπερ μάρκετ, αρχικά υπό τον φόβο ότι θα κλείσουν και τα καταστήματα τροφίμων και εν συνεχεία επειδή στην ουσία δεν υπήρχε καμία άλλη οικονομική δραστηριότητα -λιανεμπόριο, εστίαση, αθλητισμός, διασκέδαση εκτός σπιτιού- για να κατευθυνθούν τα χρήματα. Με απλά λόγια, δεν χρειαζόταν να μπουν πολλά προϊόντα σε προσφορά, καθώς έτσι κι αλλιώς οι καταναλωτές ψώνιζαν μόνο από το σούπερ μάρκετ και δεν δαπανούσαν σε άλλες αγορές τα χρήματά τους.
Το γεγονός ότι φέτος έχει πλέον επανεκκινήσει η εστίαση και όλες εν γένει οι οικονομικές δραστηριότητες έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ, ενώ κάποιοι εκτιμούν ότι η χρονιά θα κλείσει στα ίδια επίπεδα με πέρυσι ή με μικρή μείωση.
Αν μη τι άλλο, λοιπόν, η ανάγκη των προωθητικών ενεργειών με στόχο τη διατήρηση ή και αύξηση των μεριδίων αγοράς τόσο των προμηθευτών όσο και των λιανεμπόρων επανήλθε στο προσκήνιο. Μάλιστα αυτό γίνεται δύο χρόνια μετά την έναρξη μιας γενικότερης συζήτησης για προσπάθεια να μειωθούν οι προσφορές και να «απεξαρτηθούν» οι καταναλωτές από αυτές. Κι έρχεται σε μια περίοδο ασφυκτικών πιέσεων από πλευράς αύξησης κόστους παραγωγής και λειτουργίας τόσο για τους προμηθευτές όσο και για τους λιανεμπόρους.
Σε ό,τι αφορά την εικόνα των προσφορών στις βασικές ομάδες προϊόντων αυτή διαμορφώνεται ως εξής:
- Στα τρόφιμα – ποτά το μερίδιο των προωθητικών ενεργειών διαμορφώνεται φέτος σε 39,5% για τα επώνυμα (35,9% για επώνυμα και ιδιωτικής ετικέτας) έναντι 38,2% το 2020 και 40,1% το 2019 (34,2% το 2020 και 36,3% για επώνυμα και ιδιωτικής ετικέτας μαζί.
- Στα καθαριστικά και εν γένει είδη νοικοκυριού το μερίδιο φέτος διαμορφώνεται σε 43,9% για επώνυμα και 34,5% για το σύνολο. Πέρυσι ήταν αντιστοίχως 43,1% και 33,5%.
- Στα προϊόντα ατομικής υγιεινής και ομορφιάς το ποσοστό των προϊόντων που έχει διατεθεί φέτος υπό καθεστώς προσφορών είναι 85,2% για τα επώνυμα και 80,9% για το σύνολο. Πέρυσι ήταν 81,3% και 77,1% αντιστοίχως.
Την ίδια ώρα τα στοιχεία δείχνουν κάμψη των πωλήσεων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Στο σύνολο φέτος (δηλαδή συμπεριλαμβανομένων και των πωλήσεων των εκπτωτικών αλυσίδων) το μερίδιο διαμορφώνεται σε 22,7%, από 23,3% πέρυσι. Στα τρόφιμα – ποτά είναι 23,6%, στα είδη νοικοκυριού 30,4% και στα είδη ατομικής υγιεινής και ομορφιάς μόλις 7,2%.
Οι πωλήσεις το καλοκαίρι
Ο τουρισμός, πάντως, φαίνεται ότι ευνόησε τις πωλήσεις των σούπερ μάρκετ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ για την πορεία των πωλήσεων τους καλοκαιρινούς μήνες (13 εβδομάδες που τελείωσαν στις 29 Αυγούστου 2021) αυτές ενισχύθηκαν κατά 5,7% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα και εκτιμάται ότι διαμορφώθηκαν σε 2,21 δισ. ευρώ. Η μεγαλύτερη αύξηση, 15,9%, καταγράφηκε στα προϊόντα bazaar (ένδυση, ηλεκτρικές συσκευές, βιβλία, εργαλεία, είδη κήπου, είδη αυτοκινήτου, οικιακός εξοπλισμός κλπ.), ακολουθούν τα τρόφιμα με αύξηση πωλήσεων 6,2%, τα είδη ατομικής υγιεινής και ομορφιάς με αύξηση τζίρου 5,1%, τα επί ζυγίω προϊόντα (π.χ. φρέσκα φρούτα και λαχανικά) με αύξηση τζίρου 4,7%, ενώ στα είδη νοικοκυριού η αύξηση των πωλήσεων ήταν οριακή, μόλις 0,6%. Το τελευταίο οφείλεται στο γεγονός ότι η τάση απολύμανσης και καθαριότητας του σπιτιού δεν είναι πλέον τόσο έντονη όσο πέρυσι, πρώτη χρονιά της ζωής μας με την πανδημία. Επιπλέον, έχουν μειωθεί κατά 38,4% οι πωλήσεις αντισηπτικών, λόγω και της υψηλής αποθεματοποίησης που προηγήθηκε.
Η μεγαλύτερη αύξηση πωλήσεων το φετινό καλοκαίρι σε σύγκριση με το περσινό καταγράφηκε στη Μακεδονία και τη Θράκη (11,4%), στην Κρήτη (11,3%) και στην Πελοπόννησο (7,7%).
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News