Στη Βουλή η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών: Τι προβλέπει, τι ζητάει η ΕΚΤ
Εντός της εβδομάδας αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή η ρύθμιση που προωθεί το υπουργείο Οικονομικών στο θέμα του αναβαλλόμενου φόρου (DTC) των τραπεζών, βάσει της οποίας δίνεται η δυνατότητα οι ζημιές που μπορεί να προκύψουν από την 1η Ιανουαρίου 2021 λόγω τιτλοποιήσεων ή πωλήσεων δανείων να συμψηφιστούν σε βάθος 20ετίας από μελλοντικά κέρδη.
Η ρύθμιση έχει λάβει την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αποτρέπει τον κίνδυνο συμμετοχής του δημοσίου στο μετοχικό τους κεφάλαιο λόγω ζημιών που ενδέχεται να εγγράψουν από αυξημένες προβλέψεις. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες μπορούν να υλοποιήσουν το σχεδιασμό τους για τη μείωση των κόκκινων δανείων μέσω τιτλοποιήσεων ή πωλήσεων αλλά και να πάρουν αυξημένες προβλέψεις για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την πανδημία.
Η διάταξη θα τροποποιεί το άρθρο 27 του ελληνικού φορολογικού κώδικα (νόμος 4172/2013) σχετικά με τη μεταφορά ζημιών και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTA) που προκύπτουν από διαφορές χρέωσης και θα δίνει τη δυνατότητα μετακύλισης τυχόν μη συμψηφισθέντων ποσών χρεωστικής διαφοράς, λόγω μη επάρκειας φορολογικών κερδών σε μία χρήση, σε επόμενο φορολογικό έτος στο οποίο θα υπάρχει επάρκεια φορολογικών κερδών. Πρόκειται για το νόμο 4172/2013 – γνωστό ως νόμο Χαρδούβελη – που ορίζει ότι σε περίπτωση που μία τράπεζα εμφανίσει ζημιές σε μια οικονομική χρήση εκδίδονται τίτλοι υπέρ του δημοσίου. Πλέον η μεταφορά της ζημιάς θα μπορεί να γίνεται σε οποιαδήποτε φορολογική χρήση εντός της αντίστοιχης 20ετούς περιόδου απόσβεσης που προβλέπουν οι διατάξεις για την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων των τραπεζών.
Η ρύθμιση αποτελεί πρωτοβουλία του υπουργείου Οικονομικών και θα προβλέπει ότι σε περίπτωση που τα φορολογικά κέρδη της 20ετούς περιόδου δεν επαρκούν για τον πλήρη συμψηφισμό των μεταφερόμενων αυτών ποσών, τυχόν υπόλοιπό τους λογίζεται ως φορολογική ζημιά κατά το εικοστό έτος της περιόδου και υπόκειται στον κανόνα μεταφοράς της παραγράφου 1 του άρθρου 27.
To hive down
Οι ελληνικές τράπεζες – με εξαίρεση την Attica Bank – έχουν μέχρι σήμερα παρακάμψει τον κίνδυνο ενεργοποίησης του αναβαλλόμενου φόρου και της εισόδου του κράτους στο μετοχικό τους κεφάλαιο μέσω του μοντέλου hive down που εφάρμοσαν τρεις (Alpha Bank, Eurobank και Πειραιώς) από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Το μοντέλο επέτρεψε την απόσχιση της τραπεζικής δραστηριότητας και τη μεταφορά της σε μια νέα εταιρεία, στην οποία έχει μεταφερθεί και η ζημιά των τιτλοποιήσεων που έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Να σημειωθεί ότι η αναβαλλόμενη φορολογία, δηλαδή ο συμψηφισμός ζημιών με φορολογικές υποχρεώσεις, εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη, αλλά στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών αντιπροσωπεύει το 10% περίπου κατά μέσο όρο. Στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών ο αναβαλλόμενος φόρος αντιπροσωπεύει το 65% του βασικού κεφαλαιακού δείκτη CET1 των συστημικών τραπεζών διαβρώνοντας την ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων, που σε μεγάλο βαθμό αποτελούνται από φορολογικές απαιτήσεις που θα συμψηφιστούν σε βάθος χρόνου από μελλοντικά κέρδη.
Πιο δραστική λύση θέλει η ΕΚΤ
Για αυτό η ΕΚΤ στη γνωμοδότησή της, επισημαίνει εμμέσως πλην σαφώς ότι το πρόβλημα του υψηλού αναβαλλόμενου φόρου είναι «ο ελέφαντας στο δωμάτιο» και καλεί το αρμόδιο υπουργείο να αναλάβει πρωτοβουλία για μια πιο ριζική λύση που δεν θα κρύβει ουσιαστικά το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Στη σχετική γνωμοδότησή της η ΕΚΤ δεν παραλείπει να υπογραμμίσει και τους κινδύνους που συνεπάγεται η διαιώνιση και η μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον. Ο πρώτος κίνδυνος έχει να κάνει με την υψηλή εξάρτηση των τραπεζών από το δημόσιο, ο δεύτερος αφορά στον αντίκτυπο που μπορεί στη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους και ο τρίτος στην επίπτωση που μπορεί να έχει η μετάθεση του προβλήματος στις πρωτοβουλίες των τραπεζών να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά.
Να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι η υψηλή αναλογία του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών αποτελεί κοινό μυστικό, δεν έχει επηρεάσει τα σχέδιά τους να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές, ενισχύοντας τους κεφαλαιακούς τους δείκτες έτσι ώστε να χρηματοδοτήσουν τα σχέδια εξυγίανσης ή τα αναπτυξιακά τους πλάνα.
Εντούτοις και όπως επισημαίνει η ΕΚΤ «το υψηλό ποσοστό οριστικών και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων στους κεφαλαιακούς δείκτες CET1 των ελληνικών συστημικών τραπεζών, το οποίο δεν προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω μεσοπρόθεσμα, παραμένει ζήτημα που εγείρει εποπτική ανησυχία». Η ίδια σημειώνει ότι η διάταξη που μεταθέτει το πρόβλημα θα καθυστερήσει περαιτέρω την αποαναγνώριση αυτών των απαιτήσεων από τους ισολογισμούς των τραπεζών, επισημαίνοντας τον κίνδυνο λόγω «του νέου μηχανισμού απόσβεσης οι εκκαθαρισμένες αυτές απαιτήσεις να μην έχουν απορροφηθεί πλήρως ή μερικώς εντός της προβλεπόμενης εικοσαετίας».
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News