Μήπως βιώνουμε τον θάνατο των Ολυμπιακών Αγώνων;
Ποιος είναι ο λόγος που συνεχώς λιγότερες χώρες διεκδικούν τη διοργάνωση των Αγώνων;
Πριν από λίγες ημέρες οι ασημένιοι Ολυμπιονίκες της εθνικής ομάδας πόλο έφτασαν στο αεροδρόμιο της χώρας, όπου ένα πλήθος φίλων, συγγενών, δημοσιογράφων και θαυμαστών τούς περίμενε σε ένα κλίμα συγκίνησης και υπερηφάνειας. Αντίστοιχη ήταν η εικόνα και στις προηγούμενες αφίξεις των Ελλήνων πρωταθλητών, οι οποίοι εκπροσώπησαν επάξια τη χώρα στο Τόκιο. Και βέβαια οι αντιδράσεις αυτές έλαβαν χώρα σε ολόκληρο τον κόσμο με την επιστροφή των αθλητών στις γενέτειρές τους.
Εύλογα λοιπόν προκύπτει το εξής ερώτημα: γιατί συνεχώς λιγότερες χώρες εκδηλώνουν την επιθυμία να αναλάβουν τη μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση, εφόσον μεταξύ πολλών άλλων τραβάει στους δέκτες του το παγκόσμιο κοινό και προσελκύει πλήθη τουριστών από κάθε άκρη της γης; Μάλιστα, αν ανατρέξει κανείς στην προσπάθεια διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων από την Ελλάδα, είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους πολιτικούς κόλπους, αλλά και στο ευρύ κοινό. Επίσης, γιατί ολοένα και πληθαίνουν οι φωνές που ασκούν πίεση για τη διοργάνωση των Αγώνων σε μία και μόνη τοποθεσία κάθε τετραετία;
Αν ρίξει κανείς μία ματιά στην κατάσταση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων του Ρίο, που υποδέχθηκε τους Αγώνες μόλις πέντε χρόνια πριν, μπορεί να καταλάβει ορισμένες από τις πτυχές του προβλήματος. Τα γήπεδα και οι υπόλοιπες υποδομές είναι πλήρως εγκαταλελειμμένα, βανδαλισμένα και κοινώς νεκρά, παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης της Βραζιλίας για αξιοποίηση των κτιρίων. Επιπλέον, η διοργάνωση των Αγώνων υπερέβη σε τεράστιο βαθμό τον προϋπολογισμό, ο οποίος είχε εκτιμηθεί αρχικά ότι θα αγγίξει τα 14 δισ. δολάρια, φτάνοντας όμως εν τέλει τα 20 δισ. δολάρια.
Δεν πρόκειται όμως για κάποια υπερβολή της βραζιλιάνικης κυβέρνησης, αλλά για μία κατά κάποιον τρόπο «παράδοση» στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού κάθε διοργάνωση από το 1960 έχει υπερβεί λίγο ή πολύ τον προϋπολογισμό. Ενδεικτικά, στη χώρα μας το σχέδιο που είχε υποβληθεί στην Ολυμπιακή Επιτροπή προέβλεπε κόστος 3 δισ. δολαρίων, ενώ τελικά ανήλθε στα 16 δισ. Με διαφορά, όμως, η μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ προϋπολογισμού και πραγματικού κόστους καταγράφηκε στους χειμερινούς αγώνες του Σότσι του 2014, όπου από την αρχική εκτίμηση των 10 δισ. δολαρίων το τελικό κόστος ξεπέρασε το αστρονομικό ποσό των 51 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με το αμερικανικό think tank Council of Foreign Relations.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Μόνον για την υποβολή της εκδήλωσης του ενδιαφέροντος υποδοχής των Αγώνων στην Ολυμπιακή Επιτροπή απαιτείται η εκπόνιση εξαιρετικά κοστοβόρων και πλήρων εκθέσεων, αξίας κατά μέσον όρο από 50 έως 100 εκατ. δολαρίων. Στις εκθέσεις αυτές αποτυπώνεται ουσιαστικά η ετοιμότητα της χώρας να αναλάβει τη διοργάνωση, καθώς και το πλάνο για την προετοιμασία όσων απαιτούνται. Μέσα σε περίπου 10 χρόνια αφότου εγκριθεί η αίτηση στην Επιτροπή, οι διοργανώτριες χώρες οφείλουν να εξασφαλίσουν περίπου 35 γήπεδα για διαφορετικά αθλήματα, ολυμπιακό χωριό, τηλεοπτική μονάδα και κτίρια για τα ΜΜΕ, χώρο για τελετές, κάποια νησίδα πρασίνου και μετακίνηση μεταξύ αυτών, ειδικές λωρίδες στους δρόμους για την μετακίνηση των στελεχών της Ολυμπιακής Επιτροπής μεταξύ των εγκαταστάσεων, τουλάχιστον 40.000 δωμάτια ξενοδοχείων και πολλά, πολλά ακόμα.
Η μακρά λίστα απαιτήσεων, η οποία περιλαμβάνει επίσης συστήματα ασφαλείας και αναβάθμιση των ήδη υφιστάμενων υποδομών, υποτίθεται πως αντισταθμίζεται και δικαιολογείται από τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τον τουρισμό και το γενικότερο οικονομικό «λίφτινγκ», που προσφέρουν οι Αγώνες. Ωστόσο, εν τοις πράγμασι τα κέρδη των χωρών υποδοχής είναι πενιχρά, ενώ οι εγκαταστάσεις δεν αξιοποιούνται επαρκώς μετά τους Αγώνες. Ειδικότερα, ένα μεγάλο μερίδιο των κερδών κατά τη διάρκεια των Αγώνων προέκυπτε παλαιότερα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα της χώρας υποδοχής. Τα κέρδη όμως αυτά διοχετεύονται πλέον σε μεγάλο βαθμό στην Ολυμπιακή Επιτροπή, σύμφωνα με σχετικές πληροφορίες του Business Insider. Τρανταχτό παράδειγμα είναι οι Ολυμπιακοί του Ρίο, κατά τους οποίους η Επιτροπή έλαβε το 70% των κερδών από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, ενώ τη δεκαετία του 1970 το ποσοστό αυτό ανερχόταν κατά μέσον όρο στο 5%. Και βέβαια εκτός των άμεσων κερδών από τους Αγώνες, φλέγον είναι και το ζήτημα της αξιοποίησης των εγκαταστάσεων έπειτα, οι οποίες απαιτούν συντήρηση και πολλές φορές αποδεικνύονται δυσανάλογα μεγάλες για τις ανάγκες των εκάστοτε χωρών μετά τη λήξη των Αγώνων.
Ενδεχομένως η μόνη πραγματικά επικερδής διοργάνωση στη σύγχρονη ιστορία των Ολυμπιακών ήταν το 1984 στους θερινούς Αγώνες του Λος Άντζελες. Δεδομένου ότι ήταν η μοναδική χώρα που είχε υποβάλει αίτηση στην Ολυμπιακή Επιτροπή για εκείνη τη χρονιά, μπόρεσε να διαπραγματευτεί εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι αξιοποίησε ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Αυτά τα δύο στοιχεία σε συνδυασμό με την εκτόξευση της τηλεθέασης εκείνη τη χρονιά χάρισαν στη διοργανώτρια πολιτεία λειτουργικό κέρδος ύψους 215 εκατ. δολαρίων.
Η κατάσταση σήμερα
Αντιλαμβανόμενες το οικονομικό αποτύπωμα που μπορεί να αφήσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στους διοργανωτές, όλο και λιγότερες χώρες προχωρούν στη σχετική αίτηση προς την Ολυμπιακή Επιτροπή. Μετά τον αριθμό ρεκόρ που σημειώθηκε για τη διοργάνωση των Αγώνων του 2004, όταν 11 χώρες διεκδίκησαν την υποδοχή της φλόγας, ο αριθμός φθίνει προοδευτικά. Για το 2024, η Βουδαπέστη, το Αμβούργο και η Ρώμη που είχαν εκδηλώσει σοβαρό ενδιαφέρον για την ανάληψη της ευθύνης εν τέλει αποχώρησαν. Ως αποτέλεσμα, η Ολυμπιακή Επιτροπή έμεινε με δύο επιλογές, το Παρίσι και το Λος Άντζελες.
Φοβούμενη για την πορεία των Αγώνων και ελλείψει άλλων υποψηφίων, η Επιτροπή αποφάσισε το 2017 ότι το Παρίσι θα αναλάβει τους επόμενους θερινούς Αγώνες του 2024 και το Λος Άντζελες τους Αγώνες του 2028. Δεδομένου ότι το Λος Άντζελες έχει ήδη και αξιοποιεί πλήρως τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις πολλοί υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να αναλαμβάνει κάθε τετραετία την αθλητική διοργάνωση. Παράλληλα, όμως, θα έπρεπε να περιοριστούν και οι απαιτήσεις της Ολυμπιακής Επιτροπής.
moneyreview.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News