Business & Finance Δευτέρα 26/07/2021, 18:04
BUSINESS & FINANCE

Κατώτατος μισθός: Το σκεπτικό πίσω από την αύξηση 2% – 10 ερωτήσεις και απαντήσεις

Κατώτατος μισθός: Το σκεπτικό πίσω από την αύξηση 2% – 10 ερωτήσεις και απαντήσεις

Τα κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίστηκε η αύξηση 2% στον κατώτατο μισθό από 1-1-2022 αναλύει το υπουργείο Εργασίας. Όπως σημειώνει πέρα από τα αποτελέσματα της σχετικής διαβούλευσης, τις απόψεις των κοινωνικών εταίρων και επιστημονικών φορέων, ελήφθησαν υπόψη δύο παράγοντες: η πορεία της οικονομίας από το 2019 οπότε έγινε η προηγούμενη αναπροσαρμογή και οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη το 2021 και το 2022. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ το 2020 (168,7 δισεκ. ευρώ) ήταν 6,29 % μικρότερο σε σχέση με το 2018 (180 δισ. ευρώ), καθώς μεσολάβησε η πανδημία και το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας. Οι εκτιμήσεις διεθνών και εγχώριων φορέων (ΕΕ, ΔΝΤ, ΤτΕ) για το 2021 κάνουν λόγο για ανάπτυξη 3,3 – 4,3 %. Αυτό, σύμφωνα με το υπουργείο, σημαίνει ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων από 1-1-2022 σε ποσοστό που αντικατοπτρίζει τις επιδόσεις της οικονομίας στο μεσοδιάστημα από την προηγούμενη αναπροσαρμογή.

Όπως επισημαίνει το υπουργείο, το ποσοστό 2% συνάδει επίσης με το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον πληθωρισμό, ενώ λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη της παραγωγικότητας. Σημειώνει ακόμη ότι οι προβλέψεις των ίδιων φορέων για την ανάπτυξη το 2022 κινούνται μεταξύ 4,2 και 5,3 %, κάτι που σημαίνει ότι «οι συνθήκες που διαμορφώνονται για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού την επόμενη χρονιά είναι ακόμη πιο ευνοϊκές».

Ειδικότερα, σε οδηγό 10 ερωτήσεων και απαντήσεων που εξέδωσε με την ευκαιρία των σημερινών ανακοινώσεων για τον κατώτατο μισθό, το υπουργείο Εργασίας διευκρινίζει τα εξής: 

1. Πώς ορίζεται ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα;

«Στην Ελλάδα ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ορίζεται σε ετήσια βάση με απόφαση του υπουργού Εργασίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου. Της απόφασης προηγείται διεξαγωγή διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων ερευνητικών φορέων και της Τράπεζας της Ελλάδος, την οποία συντονίζει ειδική τριμελής επιτροπή. Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε συνεργασία με πενταμελή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων συντάσσει πόρισμα της διαβούλευσης, το οποίο υποβάλλεται στους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας.

2. Ποια είναι η πρόταση του ΚΕΠΕ μετά τη διαβούλευση που έγινε εφέτος;

Το ΚΕΠΕ και ορισμένα μέλη της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων θεωρούν ότι είναι σκόπιμο η όποια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού να ανασταλεί έως ότου αποκατασταθεί η κανονικότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ορισμένα άλλα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων προτείνουν αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό έως και 4%.

Στα συμπεράσματα της έκθεσης αναφέρεται συγκεκριμένα ότι: ”Το ΚΕΠΕ (καθώς και ορισμένα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων) θεωρούν ότι εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού. Την τρέχουσα περίοδο με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει ενώ η οικονομία ακόμα έχει περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται θεωρούμε ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας”.

3. Ποιες είναι οι απόψεις που διατυπώθηκαν στη διαβούλευση;

Το σύνολο των εργοδοτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων τάχθηκαν υπέρ του παγώματος του κατώτατου μισθού. Υπέρ του παγώματος επίσης, ή πολύ περιορισμένης αύξησης τάχθηκαν οι επιστημονικοί φορείς, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα της Ελλάδος. Η ΓΣΕΕ πρότεινε άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ μηνιαίως (15,5%) με προοπτική περαιτέρω αύξησης στα 809 ευρώ.

4. Γιατί δεν υιοθετήθηκε η πρόταση της ΓΣΕΕ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ;

Η επιλογή υπερβολικής αύξησης του κατώτατου μισθού, σε επίπεδα πέραν των αντοχών της οικονομίας και των επιχειρήσεων, μπορεί να φαίνεται φιλολαϊκή αλλά στην πράξη πλήττει τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ο λόγος είναι ότι μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρομεσαίες που βρίσκονται στο όριο (ειδικά σε συνθήκες πανδημίας) σε κλείσιμο, άρα σε αύξηση των ανέργων, ή να προκαλέσει αύξηση της μαύρης και υποδηλωμένης εργασίας.

Αναφέρονται επιπλέον, ενδεικτικά, ορισμένες από τις απόψεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με το πόρισμα που συνέταξε το ΚΕΠΕ:

”Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν περίπου τους μισούς εργαζομένους στον επιχειρηματικό τομέα, ένα κύμα πτωχεύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας εργαζομένων που επί του παρόντος είναι σε καθεστώς αναστολής εργασίας”. (ΤτΕ).

”Οι επιχειρήσεις που απασχολούν κατά κανόνα συχνότερα προσωπικό με τον ΚΜ ανήκουν σε κλάδους που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση (βλ. υπομνήματα ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ) και οι μικρές επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κλάδου”. (ΚΕΠΕ)

”Οι κλάδοι που έπληξε περισσότερο η πανδημία (εμπόριο, εστίαση) έχουν υψηλότερα ποσοστά αμειβόμενων με τον ΚΜ, δημιούργησαν το 1/3 περίπου των νέων θέσεων την περίοδο 2016-2020 εκ των οποίων το 98% προσλήφθηκαν με τον ΚΜ”. (πόρισμα ΚΕΠΕ, υπόμνημα ΣΕΒ)

”Αναμένουμε ότι οι όποιες μεταβολές του κατώτατου μισθού θα έχουν πιο δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση των μικρών επιχειρήσεων όπου οι μέσοι μισθοί είναι πολύ κοντά στον κατώτατο μισθό. Μια εναλλακτική διατύπωση θα μπορούσε να είναι ότι αυξήσεις στους ελάχιστους μισθούς βλάπτουν τις μικρές και οριακές επιχειρήσεις, ενώ δεν ενοχλούν τόσο πολύ τις μεγαλύτερες, οι οποίες μπορούν σε κάποιο βαθμό να απορροφήσουν το όποιο συνεπαγόμενο αυξημένο εργατικό κόστος”. (ΚΕΠΕ)

Είναι απόφαση της κυβέρνησης και βασική προεκλογική δέσμευση να δίνεται στους εργαζόμενους ένα κοινωνικό μέρισμα σε κάθε έτος που θα υπάρχει θετικός ρυθμός ανάπτυξης. Και αυτό υλοποιείται με την αύξηση 2% παρότι έχει προηγηθεί μια ύφεση 8,2 % λόγω της πανδημίας το 2020, καθώς βλέπουμε παράλληλα τις θετικές προοπτικές της οικονομίας. Η κυβέρνηση επιλέγει το δρόμο της ευθύνης και της συνετής, αλλά σταθερής βελτίωσης των εισοδημάτων του κόσμου της εργασίας.

Οι εργαζόμενοι στο ιδιωτικό τομέα της οικονομίας γνωρίζουν ότι η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να διασφαλίσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για όλα τα επόμενα χρόνια και συνεπώς να βελτιώνεται το εισόδημά τους χρόνο με το χρόνο και όχι μόνο στο τελευταίο προεκλογικό χρόνο όπως έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Εξάλλου η κυβέρνηση απέδειξε στην πράξη και όχι στα λόγια ότι η στήριξη της απασχόλησης αποτελεί βασική προτεραιότητα. Από τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020-2021 για τη στήριξη της οικονομίας, 8 δισεκ. ευρώ και πλέον έχουν δοθεί για την ενίσχυση 3 εκατομμυρίων εργαζομένων και ανέργων. Με τα μέτρα αυτά αποφεύχθηκε η εκτόξευση της ανεργίας και στηρίχθηκε η κοινωνία.

5. Με ποια κριτήρια αποφασίστηκε αύξηση 2% από 1-1-2022;

Πέρα από τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, τις απόψεις των κοινωνικών εταίρων και επιστημονικών φορέων, ελήφθησαν υπόψη δύο παράγοντες: η πορεία της οικονομίας από το 2019 οπότε έγινε η προηγούμενη αναπροσαρμογή και οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη το 2021 και το 2022. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ το 2020 (168,7 δισεκ. ευρώ) ήταν 6,29 % μικρότερο σε σχέση με το 2018 (180 δισεκ. ευρώ), καθώς μεσολάβησε η πανδημία και το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας. Οι εκτιμήσεις διεθνών και εγχώριων φορέων (ΕΕ, ΔΝΤ, ΤτΕ) για το 2021 κάνουν λόγο για ανάπτυξη 3,3 – 4,3 %. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων από 1-1-2022 σε ποσοστό που αντικατοπτρίζει τις επιδόσεις της οικονομίας στο μεσοδιάστημα από την προηγούμενη αναπροσαρμογή.

Το ποσοστό 2 % συνάδει επίσης με το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον πληθωρισμό, ενώ λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη της παραγωγικότητας.

Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις των ίδιων φορέων για την ανάπτυξη το 2022 κινούνται μεταξύ 4,2 και 5,3 %. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού την επόμενη χρονιά είναι ακόμη πιο ευνοϊκές.

6. Επιτρέπεται να δοθούν υψηλότεροι μισθοί και αυξήσεις με κλαδικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις;

Βεβαίως επιτρέπεται, παρότι σύμφωνα με ένα μύθο που έχει διαδοθεί αυτό επιχειρείται να αμφισβητηθεί. Εργαζόμενοι και εργοδότες με τις ΣΣΕ μπορούν – και αυτό γίνεται στην πράξη – να συμφωνούν το ύψος των αμοιβών σε υψηλότερα επίπεδα από τον κατώτατο μισθό. Η πρόβλεψη αυτή περιλαμβάνεται άλλωστε ρητά και για τις εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας στο νόμο για την Προστασία της Εργασίας (4808/2021, άρθρο 97). Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι βασικοί μισθοί και ημερομίσθια που καθορίζονται με τις εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ισχύουν για τους εργαζόμενους και εργοδότες των συμβαλλόμενων οργανώσεων και δεν επιτρέπεται φυσικά να είναι χαμηλότεροι από το νόμιμο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.

Επιπλέον, σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη εντύπωση πως τα μνημόνια οδήγησαν στην κατάργηση των ΣΣΕ, η πραγματικότητα είναι ότι μεταξύ 2012-2019 (σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΜΕΔ) υπεγράφησαν συνολικά 3.166 ΣΣΕ – δηλαδή 398 περισσότερες σε σχέση με την οκταετία 2003-2010 (2.768). Αυτό που συνέβη είναι ότι αυξήθηκε το μερίδιο των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων έναντι των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών. Το 2003 το 61% του συνόλου των ΣΣΕ είχαν συναφθεί σε επίπεδο επιχείρησης. Το 2019 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 91%.

7. Γιατί άλλες χώρες αύξησαν τον κατώτατο μισθό εν μέσω πανδημίας;

Η πραγματικότητα είναι ότι μόνο σε 9 χώρες – μέλη της ΕΕ η αύξηση υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για  τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε 1 ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε. Η Ισπανία και η Εσθονία διατήρησαν αμετάβλητο τον ονομαστικό κατώτατο μισθό το 2020 ενώ η πραγματική αύξηση (αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός) ήταν μικρότερη από εκείνη της χώρας μας καθώς στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού. Περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση, κατά 1,63%. Για ένα μισθωτό πλήρους απασχόλησης το συνολικό ετήσιο όφελος υπερβαίνει τα 250 ευρώ.

Επιπλέον η πλειονότητα των χωρών με σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού είναι μικρές και «ανοικτές» οικονομίες που είχαν έντονη αναπτυξιακή δυναμική πριν την πανδημία και επλήγησαν πολύ λιγότερο από αυτήν, ενώ στις δύο χώρες με την υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση (Λετονία, Σλοβενία) ουσιαστικά εφαρμόστηκαν αποφάσεις που είχαν ληφθεί πολύ πριν την πανδημία. Η Σλοβενική κυβέρνηση έσπευσε μάλιστα να δεσμευτεί ότι θα αποζημιώσει, εν μέρει, τις επιχειρήσεις για το αυξημένο εργασιακό κόστος.

8. Πώς διαμορφώνεται ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ;

Καταρχήν είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην Ελλάδα καταβάλλονται 14 μισθοί, συνεπώς ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ (663 ευρώ από 1-1-2022) αντιστοιχεί σε 758 ευρώ (773,5 από 1-1-2022) ανά μήνα. Επιπλέον τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται από 10 μέχρι και 30% ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο/η εργαζόμενος/η προ του 2012. Συνεπώς σε ορισμένες περιπτώσεις ο κατώτατος μισθός μπορεί να είναι έως και 195 ευρώ υψηλότερος (έως 198,9 ευρώ από 1-1-2022) και να φτάνει στα 845 ευρώ (861,9 ευρώ από 1-1-2022).

Σε σύγκριση με τα 21 κράτη μέλη της Ε.Ε. που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (11η  με βάση τον ονομαστικό και 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης), χωρίς να υπολογίζονται οι προσαυξήσεις που αναφέρονται παραπάνω λόγω προϋπηρεσίας.

Σημειώνεται ακόμη ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης τον Φεβρουάριο του 2020 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση) ανήλθε στα 1.187 ευρώ. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός ανήλθε στο 55% του μέσου μισθού (5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη επάρκειας).

9. Πού αλλού εφαρμόζεται το σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση;

Το σύστημα του ορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο διεθνώς. Σε σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για λογαριασμό του Υπουργείου Εργασίας αναφέρεται ότι το 56% των χωρών ορίζουν τον κατώτατο μισθό με το συγκεκριμένο σύστημα ενώ μόνο 14% αποκλειστικά με συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σε 13 από τις 21 χώρες της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν σε διαδικασίες διαβούλευσης αλλά η κυβέρνηση τελικά αποφασίζει, ενώ σε άλλες τρεις η κυβέρνηση έχει τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αποτύχουν. 

10. Ποια τα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου συστήματος έναντι του ορισμού του κατώτατου μισθού μέσω διαπραγματεύσεων εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων;

Oι κοινωνικοί εταίροι διατηρούν τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται και να ορίζουν στην ΕΓΣΣΕ μισθολογικούς όρους, οι οποίοι ισχύουν για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων.

Το υφιστάμενο σύστημα διασφαλίζει ότι ο κατώτατος μισθός καθορίζεται με οικονομικά ορθολογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέρονται των εχόντων εργασία αλλά και των ανέργων. Επιπλέον, η όλη διαδικασία είναι διαφανής και αντικειμενική, καθώς οι εκθέσεις, τα πορίσματα και όλο το σχετικό υλικό δημοσιεύονται και μπορούν συνεπώς να αξιολογηθούν από τους πολίτες και την επιστημονική κοινότητα.

Επισημαίνεται ότι το υφιστάμενο σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα έχει πολλά κοινά σημεία με την υπό διαπραγμάτευση Ευρωπαϊκή Οδηγία για Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς, η οποία απολαμβάνει ευρείας στήριξης επί της αρχής, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από κόμματα της αντιπολίτευσης».

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News