«Κόκκινα» δάνεια: Τι προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας της ΤτΕ
Τις υποχρεώσεις που έχουν οι τράπεζες αλλά και οι εταιρείες που διαχειρίζονται τα «κόκκινα» δάνεια προκειμένου να βρεθεί λύση ρύθμισης ή διευθέτησης της οφειλής με τους δανειολήπτες που έχουν δάνεια σε καθυστέρηση, προβλέπει ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας που θέσπισε η ΤτΕ και τέθηκε σε ισχύ από τις αρχές Ιουλίου.
Στον Κώδικα όπως αναφέρεται «θεσπίζονται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούνται βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ιδρύματος της αναγκαίας πληροφόρησης, προκειμένου κάθε πλευρά να είναι σε θέση να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης) των δανείων σε καθυστέρηση με τελικό σκοπό την επιλογή της καταλληλότερης λύσης κατόπιν της ανά περίπτωση αξιολόγησης».
Να σημειωθεί ότι ενώ ως λύσεις ρύθμισης είναι π.χ. η επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, η μειωμένη δόση, η καταβολή μόνο τόκων, ο διαχωρισμός της οφειλής, η διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης ή η αναδιοργάνωση της επιχείρησης, ώστε να καταστεί βιώσιμη, ως λύση οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους της συμβατικής σχέσης μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής, με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος έναντι του δανειολήπτη. Η λύση αυτή μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική) στην Τράπεζα των πραγμάτων επί των οποίων έχει συσταθεί εμπράγματη ασφάλεια για τη μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμα και με οικειοθελή εκποίηση των πραγμάτων επί των οποίων έχει συσταθεί εμπράγματη ασφάλεια προς τακτοποίηση της απαίτησης, καθώς και μετατροπή της σύμβασης σε ενοικίαση ή χρηματοδοτική μίσθωση.
Στις υποχρεώσεις που πρέπει να τηρεί η Τράπεζα περιλαμβάνονται η επικοινωνία με τον οφειλέτη αλλά και τον εγγυητή του δανείου, βάσει τυποποιημένης διαδικασίας και η προσφορά συγκεκριμένων λύσεων που θα λαμβάνουν υπόψη την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη. Ως «κατάλληλη λύση» για τους σκοπούς του Κώδικα, όπως αναφέρει η ΤτΕ, «θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του εποπτευόμενου ιδρύματος με τις εποπτικές του υποχρεώσεις, λαμβάνοντας όμως παράλληλα υπόψη τη συνολική οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, δηλαδή τα εισοδήματά του, τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, τις λοιπές οφειλές και το εναπομένον εισόδημα για την κάλυψη του ελαχίστου επιπέδου «εύλογων δαπανών διαβίωσης», εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο.
Ο νέος Κώδικας είναι προσαρμοσμένος στον νόμο για τη δεύτερη ευκαιρία και εξαιρεί από τις υποχρεώσεις που προβλέπει όσους οφειλέτες έχουν κάνει αίτηση για την ένταξή τους στον εξωδικαστικό μηχανισμό ή αίτηση πτώχευσης. Επίσης εξαιρεί:
α) Απαιτήσεις από συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί πριν από την 1.1.2015.
β) Απαιτήσεις έναντι δανειολήπτη που δεν υπερβαίνουν:
1. το ποσό των 1.000 ευρώ, στην περίπτωση απαιτήσεων έναντι δανειοληπτών φυσικών προσώπων, υπολογιζόμενο ως το άθροισμια των οφειλών του δανειολήπτη προς το ίδρυμα ή
2.το ποσό των 5.000 ευρώ, σε περιπτώσεις δανειοληπτών νομικών προσώπων – πολύ μικρών επιχειρήσεων, υπολγιζόμενο ως το άθροισμα των οφειλών του δανειολήπτη προς το ίδρυμα.
γ) Απαιτήσεις έναντι νομικών προσώπων που δεν αποτελούν «πολύ μικρές επιχειρήσεις».
Αφετηρία των προθεσμιών που συναρτώνται με τη διατήρηση του χαρακτηρισμού δανειολήπτη ως «συνεργάσιμου» είναι η εκάστοτε ημερομηνία παραλαβής εκ μέρους του της κλήσεώς του από το ίδρυμα για παροχή στοιχείων.
Σε συνεργάσιμο δανειολήπτη για τον οποίο τεκμηριώνεται ιδιαίτερη οικονομική δυσχέρεια, δηλαδή εισόδημα μικρότερο από το ελάχιστο επίπεδο των «ευλόγων δαπανών διαβίωσης» και απουσία ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων δικών του, της συζύγου ή των τέκνων του, πλην της κατοικίας, στην οποία ο δανειολήπτης διαμένει και η αντικειμενική αξία της οποίας δεν υπερβαίνει συγκεκριμένο όριο, η Τράπεζα προτείνει:
• είτε λύση μακροχρόνιας ρύθμισης για το χρονοδιάγραμμα και το ύψος των καταβλητέων δόσεων της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλοι οι προφανείς παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη (όπως τυχόν υψηλό ποσοστό αναπηρίας)
• είτε, αν έχει εξεταστεί αλλά έχει αποκλειστεί τέτοια λύση ως μη «κατάλληλη», πρόταση οριστικής διευθέτησης, συνεκτιμώντας για την επιλογή της και στην περίπτωση αυτή τα ειδικά χαρακτηριστικά του δανειολήπτη και ιδίως αν παράλληλα με την οικονομική δυσχέρεια συντρέχουν προβλήματα υγείας. Σε περίπτωση που η σχετική λύση οριστικής διευθέτησης περιλαμβάνει εκποίηση της κατοικίας με εκτιμώμενη, από πιστοποιημένο εκτιμητή, τιμή ρευστοποίησης μικρότερη της οφειλής, η λύση προβλέπει διευκόλυνση αποπληρωμής της εναπομένουσας οφειλής.
Κάθε ίδρυμα οφείλει να εφαρμόζει τα ακόλουθα στάδια κατά το χειρισμό των δανειοληπτών (φυσικών προσώπων και πολύ μικρών επιχειρήσεων) με οφειλές που παρουσιάζουν καθυστέρηση, καθώς και σε περιπτώσεις με ενδείξεις πιθανής καθυστέρησης.
1. Επικοινωνία που αφορά δάνειο σε αρχική καθυστέρηση
Επιχειρεί επικοινωνία συμβουλευτικού χαρακτήρα με τον δανειολήπτη, με στόχο τη διερεύνηση των αιτιών που ανέκυψαν και μπορεί να οδηγήσουν σε καθυστερήσεις, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να εξετάσει έγκαιρα την ένταξή του στη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) για διερεύνηση τυχόν εναλλακτικών λύσεων,
Η μη ανταπόκριση του δανειολήπτη στην επικοινωνία της παρούσας παραγράφου δεν συνεπάγεται την απώλεια του χαρακτηρισμού του ως «συνεργάσιμου».
Αν η καθυστέρηση καταβολής υπερβεί τις 30 ημερολογιακές ημέρες, το ίδρυμα αποστέλλει Ειδοποίηση με «γραπτή επικοινωνία» στον δανειολήπτη εντός των επόμενων δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών.
2. Συγκέντρωση οικονομικών και άλλων πληροφοριών από τον δανειολήπτη
3. Αξιολόγηση οικονομικών στοιχείων
Εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο:
Κάθε ίδρυμα αξιοποιεί την πληροφόρηση που παρέχεται μέσω της συγκέντρωσης πληροφοριών από τον δανειολήπτη ώστε να εκτιμώνται, κατ’ ελάχιστον, τα εξής:
• η περιουσιακή κατάσταση του δανειολήπτη,
• η τρέχουσα ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη, λαμβάνοντας υπόψη σε κάθε περίπτωση το συνολικό ύψος και τη φύση των οφειλών του δανειολήπτη περιλαμβανομένων τυχόν οφειλών του έναντι άλλων ιδρυμάτων ή φορολογικών ή άλλων δημοσίων αρχών ή ασφαλιστικών φορέων,
• το ιστορικό οικονομικής συμπεριφοράς του δανειολήπτη και
• η μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών εκ μέρους του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη της περιόδου ρύθμισης.
Η εκτίμηση για την μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής πραγματοποιείται, λαμβάνοντας υποχρεωτικώς υπόψη:
• το ελάχιστο επίπεδο των «εύλογων δαπανών διαβίωσης» και
• τη μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και του ποσού που θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες υγείας, κοινωνικούς κλπ, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιωδώς την ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη.
Εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο – πολύ μικρή επιχείρηση:
Κάθε ίδρυμα αξιοποιεί τα υποβληθέντα από τον δανειολήπτη οικονομικά στοιχεία και κάθε διαθέσιμη από άλλες πηγές πληροφόρηση, ώστε να αξιολογείται, κατά το δυνατόν, η εισπραξιμότητα των απαιτήσεων με βάση την τρέχουσα οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές του δανειολήπτη και των εταίρων της επιχείρησης.
4. Πρόταση κατάλληλης λύσης
(α) Μετά την ανωτέρω αξιολόγηση κάθε ίδρυμα παρέχει προς τον δανειολήπτη που θεωρείται συνεργάσιμος, πρόταση μιας ή περισσότερων εναλλακτικών λύσεων ρύθμισης και, αν καμία εξ αυτών δεν συμφωνηθεί, λύση/εις οριστικής διευθέτησης
Εντός της προβλεπόμενης στον ορισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» προθεσμίας, ο δανειολήπτης προβαίνει σε μία από τις παρακάτω ενέργειες:
α) παρέχει τη συναίνεσή του στην προτεινόμενη ή σε μία από τις προτεινόμενες λύσεις, ή
β) αντιπροτείνει γραπτώς, ζητώντας, αν το επιθυμεί, τη διαμεσολάβηση τρίτου φορέα της επιλογής του, ή
γ) δηλώνει γραπτώς ότι αρνείται να συναινέσει σε οποιαδήποτε από τις παρασχεθείσες προτάσεις.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News