Ενέργεια: Πώς μπορεί να προσθέσει 1 δισ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ
Από τη μείωση του ενεργειακού κόστους κατά 10%
Στο 3,8% του ΑΕΠ ανέρχεται η άμεση συμβολή του ενεργειακού τομέα στην ελληνική οικονομία, δίνοντας δουλειά σε περίπου 50.000 ανθρώπους. Εάν μάλιστα, λάβουμε υπόψη και την έμεση συμβολή, τότε η συνολική επίδραση της ενέργειας στο ΑΕΠ είναι σίγουρα πολλαπλάσιο.
Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η νέα έρευνα του διαΝΕΟσις, η οποία υλοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και η οποία προτείνει τρόπους για την εξοικονόμηση επιπλέον 1 δισ. ευρώ και 21.500 νέων θέσεων εργασίας.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι σχεδόν το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών αφορά ενεργειακά προϊόντα, καθώς πρόκειται για προϊόντα πετρελαίου από τα ελληνικά διυλιστήρια.
Η χώρα όμως, διαθέτει και μεγάλο ποσοστό ενεργειακών εισαγωγών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 27% των συνολικών εισαγωγών. Πρόκειται για αργό πετρέλαιο, το οποίο εισέρχεται από το Ιράκ, το Καζακστάν, τη Ρωσία κι άλλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες.
Παρότι το μεγαλύτερο μέρος, επανεξάγεται μετά την επεξεργασία του στα ελληνικά διυλιστήρια, η αξία των εισαγόμενων ενεργειακών προϊόντων παραμένει μεγαλύτερη σε σχέση με των εξαγωγών (15 δισ. ευρώ έναντι 10,7 δισ. το 2019).
Ο κλάδος της ενέργειας έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τα δημόσια έσοδα. Για παράδειγμα, το 64% της τιμής της αμόλυβδης βενζίνης είναι δασμοί ή φόροι. Τα έσοδα δε, από τους ειδικούς φόρους στην ενέργεια φθάνουν το 3% του ΑΕΠ (σ.σ. στοιχεία του 2019 )έναντι 1,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τα βασικά στοιχεία της ενέργειας στην Ελλάδα
α) Σήμερα η Ελλάδα παραμένει μια οικονομία που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα (σ.σ. άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο) και έχει μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας.
β) Το 36,7% της ενέργειας που παράγεται στη χώρα, καταναλώνεται για μεταφορές, το 24,3% για οικιακή κατανάλωση, το 22,8% στη βιομηχανία και το 13% στο εμπόριο και τις υπηρεσίες.
γ) Τα βασικά προβλήματα του τομέα ξεκινούν από τις ελλείψεις στις υποδομές, το κόστος της ενέργειας και φτάνουν έως τους ιλιγγιώδεις ανεξόφλητους λογαριασμούς της ΔΕΗ (σ.σ. περίπου 2,7 δισ. ευρώ το 2019).
Από ΑΠΕ το 1/3 της παραγωγής ρεύματος
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί ταυτίζουν τον κλάδο της ενέργειας με την ηλεκτρική ενέργεια. Η τελευταία, όμως, είναι μόνο ένα τμήμα της ενεργειακής παραγωγής – κατανάλωσης. Βεβαίως, είναι ίσως το πιο σημαντικό -και αναμένεται στο μέλλον να γίνει ακόμα σημαντικότερο, καθώς η ηλεκτροπαραγωγή αναμένεται να τριπλασιαστεί μέσα στα επόμενα 50 χρόνια, κυρίως χάρη στον εξηλεκτρισμό τομέων τελικής κατανάλωσης.
Αυτό, εν ολίγοις, σημαίνει ότι ο κόσμος θα χρησιμοποιεί ενέργεια από το δίκτυο ηλεκτρισμού για δραστηριότητες για τις οποίες έως τώρα έκαιγε ορυκτά καύσιμα. Η ηλεκτρική ενέργεια δε, θα παράγεται ολοένα και περισσότερο από νέες, διαφορετικές πηγές.
Αυτή η μετάβαση έχει ήδη ξεκινήσει και στην Ελλάδα. Η ισχύς ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, οι οποίες βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα, μειώνεται και παράλληλα οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αυξάνονται θεαματικά. Πλέον το 1/3 της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα προέρχεται από τις ΑΠΕ. Σκεφτείτε ότι η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών σταθμών στη χώρα πενταπλασιάστηκε μόνο μέσα σε δύο χρόνια, από το 2011 ως το 2013.
Βεβαίως, διαχρονικά η Ελλάδα βασίζεται σε κάποιο βαθμό στην καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Σε κάποια νησιά, τα οποία δεν είναι συνδεδεμένα με το κεντρικό δίκτυο ηλεκτρισμού της χώρας, καίγονται ντίζελ και μαζούτ για να παραχθεί ηλεκτρικό ρεύμα ενώ, ως γνωστόν, στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες καίμε λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλα εργοστάσια της ΔΕΗ, τα οποία βρίσκονται κοντά στις περιοχές, όπου εξορύσσεται ο λιγνίτης. Το 2018, το 32,3% της ηλεκτροπαραγωγής προερχόταν από καύση λιγνίτη.
Αυτή, ωστόσο, είναι μια πρακτική που σταδιακά μειώνεται και σύντομα θα σταματήσει τελείως. Εδώ και πολλά χρόνια, η καύση του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι οικονομικά ασύμφορη. Καθώς εκλύει μεγάλες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, η λειτουργία τέτοιων μονάδων κοστίζει πολλά σε δικαιώματα εκπομπών άνθρακα, η τιμή των οποίων ρυθμίζεται από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της EE.
To 2013 η μέση τιμή που αναγκάζονταν να πληρώνουν ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ενέργειας και βιομηχανίες ήταν 4,4 ευρώ ανά τόνο CO2. Το 2019 η συγκεκριμένη τιμή είχε εκτοξευθεί στα 24,8 ευρώ ανά τόνο CO2, πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι πλέον όλες οι λιγνιτοπαραγωγές μονάδες της ΔΕΗ είναι ζημιογόνες.
Αυτό, βεβαίως, σημαίνει ότι τα 3,35 GW που παράγουν αυτές οι μονάδες, θα πρέπει να αντικατασταθούν από άλλες πηγές από το 2023 και μετά και, βεβαίως, ότι οι περιοχές που στηρίζονταν οικονομικά απ’ αυτά τα εργοστάσια θα πρέπει να στηριχθούν κατά τη μετάβασή τους σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Πού καταλήγει η ενέργεια
Η ηλεκτρική ενέργεια, η οποία παράγεται στην Ελλάδα, καταλήγει κυρίως στις υπηρεσίες (σ.σ. 34,6%), τα σπίτια (33,6%) και τη βιομηχανία (23,8%).
Όμως, κοστίζει και ακριβά. Ενδεικτικά, Το 2019 η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα είχε τις ακριβότερες τιμές χονδρικής σε ολόκληρη την Ε.Ε. Αυτό βέβαια, δεν μεταφράζεται σε πολύ υψηλές τιμές (σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, λόγω ευνοϊκότερης φορολογίας.
Ενόσω οι δαπάνες για ενέργεια παραμένουν ένα από τα σημαντικότερα βάρη τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις -με προφανείς επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά τους- υπολογίζεται ότι μια ενδεχόμενη μείωση 10% στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου θα είχε άκρως θετική επίδραση στην οικονομία, προσθέτοντας σχεδόν 1 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 21.500 νέες θέσεις εργασίας.
Διαβάστε ΕΔΩ όλη την έρευνα
moneyreview.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News