Ταντάσι Γιανάι: Ο «τεμπέλης» Ιάπωνας που εκθρόνισε τη Zara
Όταν η κεφαλαιοποίηση της Fast Retailing ξεπέρασε αυτές τις ημέρες εκείνη της Inditex, ο Ταντάσι Γιανάι πέτυχε ένα στόχο που κυνηγούσε εδώ και χρόνια. Ο Ιάπωνας ιδρυτής της αλυσίδας καταστημάτων ρούχων Uniqlo ήθελε πάντα να εκθρονίσει τη Zara από την κορυφή του κλάδου. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 40 χρόνια από την ημέρα που άνοιξε το πρώτο κατάστημα της Uniqlo, το 1984.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Γιανάι ανέλαβε, κάπως απρόθυμα, το κατάστημα ανδρικών ρούχων που διατηρούσε ο πατέρας του. «Ήμουν πολύ φτωχός. Οι γονείς μου είχαν ένα μαγαζί στον πρώτο όροφο και το σπίτι μας στο δεύτερο όροφο», θυμάται για εκείνα τα χρόνια. Τελικά, εκείνο το μαγαζάκι της βιομηχανικής πόλης Ούμπε μετατράπηκε σε μία σύγχρονη αυτοκρατορία ρούχων που μετρά 2.000 καταστήματα σε 20 χώρες και διαθέτει κεφαλαιοποίηση 100 δισ. δολαρίων.
Το παράδοξο είναι ότι ο Γιανάι δεν ονειρεύτηκε ποτέ να γίνει επιχειρηματίας. Σαν φοιτητής, γοητεύτηκε από το κίνημα των χίπις και όπως θα ομολογούσε αργότερα, περνούσε τον καιρό του έχοντας ένα πράγμα στο μυαλό του: «Πώς μπορώ να περάσω τη ζωή μου χαζεύοντας αντί να δουλεύω;». Όμως, εάν τελικά έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ιαπωνίας (διαθέτει προσωπική περιουσία σχεδόν 51 δισ. δολαρίων), το χρωστά στην εμμονή με την αμερικανική κουλτούρα που απέκτησε εκείνη την εποχή, αλλά και στα ταξίδια που έκανε σαν φοιτητής στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Όταν είδε τα καταστήματα της Benetton, της Gap και της Marks& Spencer, αμέσως συνειδητοποίησε το μεγάλο κενό που υπήρχε στην Ιαπωνία στην αγορά των casual ρούχων. Κάπως έτσι, αποφάσισε να αντικαταστήσει τα κοστούμια που έως τότε πουλούσε η οικογενειακή επιχείρηση με πιο καθημερινά ρούχα, τα οποία αγόραζε σε μεγάλες ποσότητες και χαμηλές τιμές.
Το ξεκίνημά του ήταν μάλλον δύσκολο, αφού όταν άρχισε να δουλεύει για την επιχείρηση του πατέρα του, οι έξι από τους επτά υπαλλήλους του καταστήματος παραιτήθηκαν, λόγω της αλαζονείας του. «Έκανα κυριολεκτικά τα πάντα, γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος. Ήταν μια τεράστια ευκαιρία να μάθω», θα έλεγε εκ των υστέρων. Το 1984 ανέλαβε επισήμως τη διοίκηση της οικογενειακής επιχείρησης και τη χρονιά εκείνη άνοιξε το πρώτο κατάστημα της Uniqlo («Unique Clothing Warehouse» έγραφε τότε η ταμπέλα) στην Χιροσίμα. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η αλυσίδα μετρούσε ήδη 100 καταστήματα και βρισκόταν σε ανοδική τροχιά. Και λίγα χρόνια αργότερα είδε τις πωλήσεις της να εκτοξεύονται, εξαιτίας ενός απρόσμενου best seller που έγραψε ιστορία. Στα καταστήματα της Uniqlo, οι υπάλληλοι δεν προλάβαιναν να γεμίζουν τα ράφια με τη διάσημη ζακέτα φλις, την οποία η εταιρεία πουλούσε αντί μόλις 20 δολαρίων. Μέσα σε μία χρονιά, ο Γιανάι πούλησε 26 εκατ. τέτοιες ζακέτες σε μία χώρα με πληθυσμό 120 εκατ. ατόμων!
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η ιστορία της Uniqlo είναι γραμμένη μόνο με επιτυχίες. Ο ίδιος ο Γιανάι διασκεδάζει να μιλά για τις αποτυχίες του, όπως φαίνεται άλλωστε και από την αυτοβιογραφία του, η οποία έχει τον τίτλο «Μία νίκη, εννέα ήττες». Ίσως η μεγαλύτερη αποτυχία του ήταν το πρώτο μεγάλο άνοιγμα που επιχείρησε στις αγορές της Δύσης, όταν το 2001 εγκαινίασε 20 καταστήματα στη Βρετανία, με πολύ κακά αποτελέσματα. Το φιάσκο αυτό οδήγησε τον Γιανάι στην απόφαση να κλείσει όλα τα βρετανικά καταστήματά του και να κάνει μία μεγάλη στροφή προς την ποιότητα.
Έτσι, από το 2004, η Uniqlo δεσμεύτηκε να εγκαταλείψει το μοντέλο των χαμηλών τιμών-χαμηλής ποιότητας για το οποίο ήταν γνωστή έως τότε. Έκτοτε, στόχος του Γιανάι είναι να κρατά μεν τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα, αλλά να προσφέρει καλύτερης ποιότητας ρούχα, όπως πουλόβερ από κασμίρ και μαλλί μερίνο. Σήμερα, η Uniqlo δεν πουλά την τελευταία λέξη της μόδας, αλλά τα βασικά κομμάτια που ο καθένας πρέπει να έχει στην ντουλάπα του. Και αυτό την ευνοεί στην εποχή των lockdowns, όταν οι –όποιοι- αγοραστές δεν αναζητούν πια φορέματα για πάρτι και ρούχα για βραδινές εξόδους, αλλά κάτι άνετο να φορούν στη νέα καθημερινότητά τους.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News