Bad Bank: Ναι μεν αλλά… Πού διαφωνούν κυβέρνηση και ΤτΕ
Υπό την αίρεση των νέων κόκκινων δανείων που θα αφήσει πίσω της η πανδημία και το ύψος των οποίων μένει να διαπιστωθεί, θα κληθεί να εξετάσει η κυβέρνηση το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας bad bank. Αυτό προκύπτει από τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή με αφορμή ερώτηση του ΚΙΝΑΛ για τα νέα κόκκινα δάνεια και την πρόταση της ΤτΕ για τη σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (Asset Management Company – AMC), όπως ονομάζεται επίσημα η bad bank.
Κυβέρνηση, ΤτΕ και τράπεζες ανέπτυξαν χθες στη Βουλή την επιχειρηματολογία τους για τη σκοπιμότητα της λύσης που προκρίνει κάθε πλευρά και από τη συζήτηση έγινε σαφής η απόκλιση που χωρίζει τα εμπλεκόμενα μέρη. Αν και τόσο ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας όσο και ο αρμόδιος υφυπουργός Γιώργος Ζαββός δήλωσαν ανοιχτοί στην πρόταση της ΤτΕ και παρέπεμψαν στην ολοκλήρωση της αξιολόγησής της, από τη συζήτηση καταγράφηκε η σαφής διαφορά που χωρίζει τις δύο πλευρές σε ό,τι αφορά τη δημιουργία μιας bad bank.
Από την πλευρά της κυβέρνησης επικράτησε το επείγον του θέματος, δηλαδή να τελειώνει όσο πιο γρήγορα μπορεί με τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών, προωθώντας τον Ηρακλή ΙΙ, που αποτελεί σύμφωνα με τον υφυπουργό Οικονομικών «δοκιμασμένο εργαλείο, που αποδεσμεύει τις τράπεζες από τα δεσμά των κόκκινων δανείων και τους επιτρέπει να επιστρέψουν στην κανονικότητα». Την άποψη αυτή ενστερνίζονται και οι τράπεζες δια στόματος του προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Γιώργου Χαντζηνικολάου, ο οποίος σημείωσε ότι η κυβέρνηση προχωρά, με την πλήρη συναίνεση του τραπεζικού συστήματος, στην επέκταση και παράταση του προγράμματος, με τον Ηρακλή ΙΙ, μέσω του οποίου οι τράπεζες θα απαλλαγούν από πρόσθετα δάνεια ύψους 32 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας τη μείωση των κόκκινων δανείων που θα προκύψει συνολικά στα 64 δισ. ευρώ περίπου.
Από την πλευρά της εποπτικής αρχής, δηλαδή της ΤτΕ, που εκ του ρόλου της οφείλει να βλέπει τα πράγματα πιο μακροπρόθεσμα, η επιχειρηματολογία επικεντρώθηκε στην ανάγκη παράλληλης αντιμετώπισης – εκτός από τα κόκκινα δάνεια – του προβλήματος της αναβαλλόμενης φορολογίας. «Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) αποτελεί βάσει νόμου αμετάκλητη απαίτηση των τραπεζών έναντι του ελληνικού δημοσίου η οποία συμψηφίζεται είτε με κέρδη είτε με ζημίες», εξήγησε ο διοικητής της ΤτΕ. «Όταν οι τράπεζες εμφανίσουν κέρδη συμψηφίζουν DTC με φορολογία εισοδήματος. Όταν εμφανίζουν ζημίες, συμψηφίζουν DTC με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού δημοσίου και έτσι εδώ και έξι χρόνια οι τράπεζες έχουν άνω του 50% των εποπτικών τους κεφαλαίων σε αποθεματικά που δεν έχουν καταβληθεί». Αυτός είναι επί της ουσίας και ο λόγος για τον οποίο η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών θεωρείται από τις αγορές κεφαλαίου ως χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με το κανονικό και σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα το ενδεχόμενο συμψηφισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης μέσω ζημιών, δηλαδή αύξησης μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού δημοσίου και συνεπακόλουθης δραστικής μείωσης- απίσχνασης- dilution- του ποσοστού υφισταμένων μετόχων, λειτουργεί ως αντικίνητρο για πολλούς επενδυτές προκειμένου να αξιολογήσουν θετικά τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.
Εκτός από το στοιχείο του αναβαλλόμενου φόρου που για την ΤτΕ πρέπει να αντιμετωπιστεί, ενώ για την κυβέρνηση παρότι υπαρκτό πρόβλημα δεν χρίζει άμεσης αντιμετώπισης, η συζήτηση στη Βουλή ανέδειξε και άλλα θέματα γύρω από τα οποία υπάρχει διαφωνία των δύο πλευρών.
Ένα από αυτά είναι το κατά πόσο η κρατική εγγύηση που θα δοθεί στο πλαίσιο της bad bank συνιστά ή όχι κρατική εγγύηση. Ο υφυπουργός Οικονομικών άφησε να εννοηθεί στην ομιλία του ότι μια τέτοια λύση «θα απαιτούσε αξιολόγηση ως προς την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων», ενώ από την πλευρά του ο διοικητής της ΤτΕ, αντέκρουσε επισημαίνοντας ότι «για την επεξεργασία της πρότασης, η ΤτΕ συνεργάστηκε με 3 συμβουλευτικές εταιρείες διεθνούς εμβέλειας και έχει διασφαλίσει ότι η πρόταση είναι άρτια σε σχέση με ζητήματα λογιστικής και εποπτικής από-αναγνώρισης αλλά και θεμάτων κρατικής βοήθειας».
Η μη επιβάρυνση του Έλληνα φορολογούμενου αποτέλεσε επίσης ένα πεδίο επιχειρηματολογίας, καθώς και οι δύο πλευρές υπεραμύνθηκαν αφενός του Ηρακλή και αφετέρου της AMC, ως μηδενικού κόστους για τον δημόσιο, δηλαδή για το φορολογούμενο. «Για την παρακολούθηση των εγγυήσεων και των χρηματοροών της τιτλοποίησης απαιτήσεων, με στόχο τη διαπίστωση της ενδεχόμενης καθυστέρησης των εν γένει προβλεπόμενων καταβολών ή της ενδεχόμενης κατάπτωσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο του μηχανισμού έγκαιρης προειδοποίησης, έχει συσταθεί στο Υπουργείο Οικονομικών Επιτροπή Παρακολούθησης με επικεφαλής τον Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους», σημείωσε ο κ. Ζαββός αναφερόμενος στους μηχανισμούς που έχουν προβλεφθεί για την αποτροπή ενεργοποίησης της κρατικής εγγύησης, συμπληρώνοντας ότι στην Ιταλία που εφαρμόζεται το αντίστοιχο πρόγραμμα τιτλοποιήσεων GACS και το οποίο από το 2016 έχει ανανεωθεί τρεις φορές, δεν έχει καταπέσει μέχρι σήμερα καμία εγγύηση.
Στην περίπτωση της AMC, το ελληνικό δημόσιο θα προσφέρει την εγγύησή του ώστε να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ της αξίας μεταβίβασης των κόκκινων δανείων και της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας, επεσήμανε ο διοικητής της ΤτΕ και το κόστος της συναλλαγής θα το επωμιστούν σε βάθος χρόνου οι τράπεζες, όχι το δημόσιο και ο Έλληνας φορολογούμενος. Όπως εξήγησε ο κ. Στουρνάρας «για την παροχή της εγγύησης, το κράτος θα εισπράξει προμήθεια από τις τράπεζες, οι οποίες επιπρόσθετα θα καταβάλουν ειδικό φόρο (πλέον της φορολογίας εισοδήματος), ουσιαστικά μία αμοιβή εισόδου στο σχήμα (entry fee) σε βάθος πενταετίας. Η εν λόγω φορολογία, θα καταβάλλεται σε μετρητά και σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Το ελληνικό δημόσιο θα διατηρήσει το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη από υψηλότερες του αναμενομένου ανακτήσεις δανείων, μέσω διακράτησης του μεγαλύτερου μέρους των τίτλων κατώτερης διαβάθμισης (super junior)».
Να σημειωθεί ότι το εάν τελικώς θα ενεργοποιηθεί η κρατική εγγύηση θα διαπιστωθεί μόνο στην πράξη και εφόσον τελικώς τα σχέδια ανακτήσεων των κόκκινων δανείων επιτύχουν, κάτι που έχει να κάνει με τη δυνατότητα της οικονομίας να εξέλθει της τρέχουσας κρίσης που έχει προκαλέσει η πανδημία. Η δυνατότητα αυτή θα αποτυπωθεί και στο ύψος των νέων κόκκινων δανείων που θα αφήσει πίσω της κρίση, τα οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ προσδιορίζονται μεταξύ 8 – 10 δισ. ευρώ.
Μια εκτίμηση προκύπτει και από τα στοιχεία που έδωσε από την πλευρά του και ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, προσδιορίζοντας το ύψος των νέων κόκκινων δανείων στο 15% – 20% αυτών που έχουν πάρει μέχρι σήμερα αναστολή. Σύμφωνα με τα στοιχεία στο τέλος του 2020, το σύνολο των αναστολών είχε ανέλθει στα 25 περίπου δισ. ευρώ και αφορούσε 397.000 επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Για την ομαλή επάνοδο εξυπηρέτησης αυτών των δανείων, οι τράπεζες έχουν εντάξει τους επανερχομένους σε καθεστώς εξυπηρέτησης δανειολήπτες σε 5 κατηγορίες:
Η 1η κατηγορία περιλαμβάνει όσους δανειολήπτες έχουν, αντικειμενικά, τη δυνατότητα να εξυπηρετήσουν πλήρως τις δανειακές τους οφειλές, αμέσως μετά τη λήξη της αναστολής.
Η 2η κατηγορία αφορά δανειολήπτες στεγαστικών δάνειων που έχουν υπαχθεί στο πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ Ι, για τους οποίους προβλέπεται 9μηνη επιδότηση δόσεων, μετά την άρση της αναστολής. Το Γέφυρα Ι είναι ένα πολύ επιτυχημένο πρόγραμμα, και για το λόγο αυτό οι τράπεζες υποστηρίζουν και το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ 2, που θα αφορά μικρές επιχειρήσεις.
Η 3η κατηγορία, αφορά δανειολήπτες, που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα πλήρους εξυπηρέτησης των οφειλών τους. Για αυτή τη κατηγορία, οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει προγράμματα σταδιακής επαναφοράς, αρχίζοντας με 50% των δόσεων για 6 μήνες, τουλάχιστον.
Η 4η κατηγορία αναφέρεται σε δανειολήπτες, που έχουν ήδη περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής. Υπολογίζεται ότι 15 με 20% από τα δάνεια που έχουν ανασταλεί, θα πάνε στην κατηγορία αυτή.
Η 5η κατηγορία αφορά αναστολές δανείων σε ειδικά ορισμένες δραστηριότητες, όπως λ.χ. τον ξενοδοχειακό κλάδο. Για την κατηγορία αυτή, η αναστολή από τα μορατόρια έχει ήδη επεκταθεί μέχρι τέλος του 2021.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News