Business & Finance Παρασκευή 26/07/2024, 13:10
BUSINESS & FINANCE

Ξοδεύουμε περισσότερα από το εισόδημά μας – Οι κίνδυνοι της σταθερά αρνητικής αποταμίευσης

Ξοδεύουμε περισσότερα από το εισόδημά μας – Οι κίνδυνοι της σταθερά αρνητικής αποταμίευσης

Σε αρνητικό έδαφος κινήθηκε και πάλι η αποταµίευση το α΄ τρίµηνο φέτος και µάλιστα σε υψηλό ποσοστό -8,1%, σύµφωνα µε τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που χτυπούν για άλλη µια φορά «καµπανάκι» για τις επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Το ποσοστό αποταµίευσης των νοικοκυριών και των µη κερδοσκοπικών ιδρυµάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ), σύµφωνα µε την ΕΛΣΤΑΤ, ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταµίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιµο εισόδηµα. Ενα αρνητικό ποσοστό, όπως αυτό του πρώτου τριµήνου, σηµαίνει ότι ξοδεύουµε περισσότερα από το ακαθάριστο διαθέσιµο εισόδηµά µας, είτε αντλώντας από τις αποταµιεύσεις προηγούµενων ετών είτε δανειζόµενοι.

Όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής», το πρόβληµα δεν είναι νέο. Το 2023, το α΄ τρίµηνο, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πάλι αρνητικό, αλλά χαµηλότερο -2,2%, ενώ το δ΄ τρίµηνο είχε φτάσει το -8,9%. Η χώρα κινείται σταθερά σε αρνητικό έδαφος από το 2012, µε εξαίρεση τη διετία 2020-2021, οπότε λόγω COVID είχε βυθιστεί η κατανάλωση.

Tο µέγεθος του προβλήµατος αναδεικνύουν, εξάλλου, σταθερά τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στις ανοιξιάτικες προβλέψεις του περασµένου Μαΐου, η Ελλάδα όχι µόνο είναι ουραγός, αλλά και η µόνη µε αρνητικά ποσοστά αποταµίευσης νοικοκυριών. Το 2023 το ποσοστό αποταµίευσης των νοικοκυριών ήταν -2,7%, φέτος προβλέπεται ότι θα είναι -1,5% και το 2025 -1,3%. Κατά µέσον όρο, στην Ε.Ε. το ποσοστό αποταµιεύσεων των νοικοκυριών είναι 14,4%, στην Ευρωζώνη 15,5% και στην πρωταθλήτρια Γερµανία είναι 21,1%.

Η ίδια εικόνα επικρατεί και στη µέτρηση της αποταµίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι ουραγός, µε ποσοστό 8,2% το 2023, έναντι µέσου όρου 24,7% της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Οι αναλυτές ανησυχούν για το διαρκές αυτό φαινόµενο, καθώς συνεπάγεται εξάρτηση από εξωτερικό δανεισµό. Οπως επεσήµανε πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, «το λεγόµενο “κενό αποταµίευσης”, µε άλλα λόγια το έλλειµµα της αποταµίευσης σε σχέση µε τις επενδύσεις, αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναµίες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγµατος και την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εξωτερική χρηµατοδότηση».

Χαµηλές αποταµιευτικές επιδόσεις

Σε πρόσφατη µελέτη καθηγητών του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών µε τίτλο «Η αποταµίευση στην Ελλάδα (ή Γιατί δεν αποταµιεύουµε)», που χρηµατοδότησε η Eurobank, αναφέρονται τα εξής χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονοµίας, που συνδέονται µε τις χαµηλές αποταµιευτικές επιδόσεις στη χώρα:

• Οι διαγενεακές µεταβιβάσεις πλούτου, και ιδιαίτερα οι γονικές παροχές, είναι πολύ πιο διαδεδοµένες στην Ελλάδα σε σχέση µε τις άλλες χώρες, µε αρνητικές συνέπειες στην αποταµίευση.

• Η διόρθωση του εξαιρετικά υψηλού ποσοστού αναπλήρωσης του εισοδήµατος που παρείχε το συνταξιοδοτικό σύστηµα στην Ελλάδα µετά το 2010 αναµένεται να επηρεάσει θετικά την αποταµίευση των νοικοκυριών.

• Το πολύ µεγάλο ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην ελληνική οικονοµία συνδέεται αρνητικά µε την αποταµίευση.

• Στον βαθµό που η φοροδιαφυγή είναι πιο εκτεταµένη µεταξύ των αυτοαπασχολουµένων, επηρεάζονται επίσης αρνητικά τα δηµόσια έσοδα και η δηµόσια αποταµίευση.

• Η τεράστια επιβάρυνση των νοικοκυριών µε δαπάνες στέγασης σε σχέση µε τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την αποταµίευση.

Τα ίδια χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, εξάλλου (τριµηνιαίοι µη χρηµατοοικονοµικοί λογαριασµοί θεσµικών τοµέων), δείχνουν ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των µη κερδοσκοπικών ιδρυµάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) αυξήθηκε κατά 6,9% σε σύγκριση µε το αντίστοιχο τρίµηνο του προηγούµενου έτους, από 35,5 δισ. ευρώ σε 38 δισ. ευρώ. ∆εδοµένου ότι οι λιανικές πωλήσεις το εν λόγω διάστηµα εµφανίζουν πτώση, εκτιµάται ότι η κατανάλωση κατευθύνεται πλέον σε µεγάλο βαθµό σε υπηρεσίες.

Επίσης, σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών και των ΜΚΙΕΝ αυξήθηκε µόλις κατά 1,1% σε σύγκριση µε το αντίστοιχο τρίµηνο του 2022, από 34,74 δισ. ευρώ σε 35,13 δισ. ευρώ.

Διαβάστε επίσης:

ΕΛΣΤΑΤ: Η καταναλωτική δαπάνη ξεπέρασε το διαθέσιμο εισόδημα το α’ τρίμηνο

Αυξήθηκε το μέσο εισόδημα, αλλά και το ποσοστό που κινδυνεύει με φτώχεια

Λίγες οι καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News