BUSINESS & FINANCE

Ο αγροτικός τομέας νοσεί – Γηρασμένος, χωρίς κατάρτιση

Ο αγροτικός τομέας νοσεί – Γηρασμένος, χωρίς κατάρτιση

Γηρασμένος, με χαμηλό επίπεδο κατάρτισης και εν πολλοίς εγκλωβισμένος σε πρακτικές αλλά και λογικές προηγούμενων ετών παραμένει ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας, χαρακτηριστικά που επηρεάζουν –σε συνδυασμό με άλλα– την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου τομέα πρωτογενούς παραγωγής.

Την ίδια ώρα το επίπεδο συλλογικής οργάνωσης σε ομάδες παραγωγών και συνεταιρισμούς παραμένει εξαιρετικά χαμηλό, όχι τόσο ποσοτικά όσο κυρίως ποιοτικά, με τους αγρότες να εξακολουθούν να είναι έρμαιο των άλλων κρίκων της εφοδιαστικής αλυσίδας, από τους προμηθευτές εισροών μέχρι τους λιανεμπόρους, καθώς η διαπραγματευτική ισχύς τους παραμένει πολύ χαμηλή.

Αν και στο Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών είναι εγγεγραμμένοι, σύμφωνα με την τελευταία επικαιροποίηση του 2023, 1.056 συλλογικοί φορείς –ίσως οι περισσότεροι από όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης–, εκτιμάται ότι παράγουν τη χαμηλότερη αξία ανά συνεταιρισμό. Για να μην πούμε για τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους, τα οποία πριν από λίγα χρόνια ανέρχονταν σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat (αφορούν το έτος 2020), μόλις το 0,7% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είχε πλήρη αγροτική κατάρτιση – υπό την έννοια ότι μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση παρακολούθησαν πρόγραμμα κατάρτισης τουλάχιστον 2 ετών και πραγματοποίησαν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε αντικείμενο σχετικό με τον πρωτογενή τομέα. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό που συναντάται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με την Ελλάδα να μοιράζεται με τη Ρουμανία αυτή την τελευταία, καθόλου τιμητική θέση.

Κάποιος εύλογα θα υποστηρίξει ότι οι αγρότες σήμερα είναι αρκετά πιο μορφωμένοι και καταρτισμένοι σε σύγκριση με την εικόνα που είχαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και λίγο μετά, την εποχή των μεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων. Πράγματι, σε σχέση με το 2010 το ποσοστό των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων που έχουν πλήρη κατάρτιση έχει σχεδόν διπλασιαστεί (ήταν μόλις 0,32%), όμως και πάλι παραμένει απελπιστικά χαμηλό. Σε επίπεδο Ε.Ε. είναι επίσης πολύ χαμηλό, μόλις 1 στους 10, υπάρχουν όμως και χώρες-μέλη της Ε.Ε. όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ υψηλά, όπως η Ολλανδία (62,8%) και η Γαλλία (38,4%). Στις άλλες μεσογειακές χώρες το ποσοστό είναι χαμηλό, αλλά πολλαπλάσιο σε σύγκριση με αυτό της Ελλάδας (6,78% στην Ιταλία, 4,08% στην Ισπανία). Το 72,30% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα έχει μόνο πρακτική εμπειρία, χρήσιμη αναμφίβολα, αλλά όχι ικανή και επαρκή για την άσκηση της αγροτικής δραστηριότητας, όπως αυτή εξελίσσεται σήμερα.

Το παραπάνω συνδέεται φυσικά και με το γεγονός ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ιδιοκτήτες – επικεφαλής των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι μεγάλης ηλικίας. Σχεδόν 4 στους 10 είναι ηλικίας από 65 ετών και άνω, ενώ οι λεγόμενοι νέοι αγρότες (ηλικίας κάτω των 40 ετών) είναι μόλις το 7,2% των επικεφαλής των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Αυτό το ανησυχητικό ποσοστό σχετίζεται, βεβαίως, και με την ανεπάρκεια υποδομών υγείας, εκπαίδευσης κ.ο.κ. στην ελληνική περιφέρεια, ανεπάρκεια που στην ουσία διώχνει τους νέους από τα χωριά τους. Ακόμη δηλαδή και αν υπάρχει αγροτική εκμετάλλευση, δεν υπάρχει διαδοχή λόγω απροθυμίας των νέων να απασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής.

Δεδομένου ότι η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση αγροτικών εκμεταλλεύσεων που χαρακτηρίζονται οικογενειακές (98%), τα δύο παραπάνω στοιχεία καθορίζουν στην ουσία όχι μόνο τη μορφή αλλά και την προοπτική βιωσιμότητας και ανάπτυξης του εγχώριου αγροτικού τομέα. Αν και οι μη οικογενειακές εκμεταλλεύσεις αποτελούν μόλις το 2% του συνόλου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα, έχουν υπερδιπλάσιο μέγεθος από τις μη οικογενειακές: το μέσο μέγεθός τους είναι 120 στρέμματα, ενώ των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων 50 στρέμματα. Επίσης, η μέση αξία των μη οικογενειακών εκμεταλλεύσεων ήταν το 2020 141.157 ευρώ, ενώ των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων μόλις 13.548 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι σχεδόν τρεις στις τέσσερις αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα είναι πολύ μικρές, κάτω από 50 στρέμματα, ενώ το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ε.Ε. είναι 170 στρέμματα.

Το χαμηλό επίπεδο εκσυγχρονισμού και το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων έχουν ως αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα του εγχώριου αγροτικού τομέα, η οποία μάλιστα υποχώρησε το 2023 κατά 5,37 ποσοστιαίες μονάδες, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στη 13η θέση μεταξύ των «27».

Αρκετά από τα παραπάνω ελλείμματα και ανεπάρκειες θα μπορούσαν να έχουν αντιμετωπισθεί εάν οι Ελληνες αγρότες ήταν οργανωμένοι σε συλλογικούς φορείς –συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών– που θα λειτουργούσαν κυρίως ως επιχειρήσεις και όχι ως μηχανισμοί παραγωγής ψήφων. Ετσι θα μπορούσαν πολύ περισσότερο από σήμερα να προμηθεύονται για τα μέλη τους σε πιο συμφέρουσες τιμές τις απαραίτητες εισροές και στη συνέχεια διαθέτοντας δικά τους συσκευαστήρια και αποθήκες θα μπορούσαν να έχουν προϊόντα με προστιθέμενη αξία και να πραγματοποιούν απευθείας τις πωλήσεις στους λιανεμπόρους εντός και εκτός Ελλάδας.

Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: η Ελλάδα διαθέτει μεταξύ άλλων έναν σημαντικό πλούτο, που δεν είναι άλλος από τα περίπου 250 προϊόντα προστατευόμενης γεωργικής ένδειξης και προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΓΕ – ΠΟΠ). Αν και πραγματοποιούνται αρκετά σημαντικές εξαγωγές –το 42% των πωλήσεων πραγματοποιείται εκτός Ελλάδας–, η αξία τους αντιπροσωπεύει το 1,5% της ευρωπαϊκής από 1,9% το 2010, κυρίως διότι τα άλλα κράτη-μέλη ανέπτυξαν περισσότερο τα δικά τους προϊόντα ΠΓΕ και ΠΟΠ.

Διαβάστε επίσης: 

Μητσοτάκης σε αγρότες: Φθηνότερο ρεύμα για 2+8 χρόνια – Προκαταβολή ΕΦΚ 40 εκατ. στα τέλη Μαρτίου

Τα μέτρα για το αγροτικό ρεύμα – 13 ερωτοαπαντήσεις

Προς κλιμάκωση των κινητοποίησεών τους προσανατολίζονται οι αγρότες – Την Πέμπτη οι αποφάσεις

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News