Τράπεζες: Μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ επιτοκίων δανείων και καταθέσεων
Στυλοβάτη της κερδοφορίας τους αποτέλεσε για τις ελληνικές τράπεζες η περιορισμένη μετακύλιση των αυξημένων επιτοκίων στις καταθέσεις, οδηγώντας στα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ επιτοκίων δανείων και επιτοκίων καταθέσεων. Η διαφορά αυτή αναρριχήθηκε στο 3,25% το α΄ εξάμηνο 2023 από 2,3% το α΄ εξάμηνο 2022, αποτελεί την καλύτερη επίδοση μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών και είναι σε διπλάσιο επίπεδο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, που διαμορφώθηκε λίγο πάνω από το 1,5%.
Αυτό προκύπτει από ανάλυση της DBRS για τις προοπτικές κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών το 2023 και το 2024, βάσει της οποίας ανάλογη τάση καταγράφουν οι πορτογαλικές τράπεζες, που εμφανίζουν οριακά μικρότερο –κοντά στο 3,1%– επιτοκιακό περιθώριο (net interest margin-nim) σε σχέση με τις ελληνικές, ενώ έπονται οι ιρλανδικές και οι ισπανικές, με αντίστοιχο δείκτη κοντά στο 2,5%. Η ερμηνεία σύμφωνα με τον διεθνή οίκο έχει να κάνει με το κατά πόσον οι τράπεζες:
1. Δραστηριοποιούνται σε αγορές με υψηλό ποσοστό δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο και έχουν ήδη ανατιμήσει μεγάλο μέρος, αν όχι όλο, του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.
2. Δεν έχουν μεταβιβάσει μεγάλο μέρος των αυξήσεων των επιτοκίων στους καταθέτες ή οι τοκοφόρες καταθέσεις ως ποσοστό των συνολικών καταθέσεων τείνουν να είναι χαμηλές.
Η DBRS εκτιμά ότι η θετική επίπτωση των υψηλών επιτοκίων θα παραμείνει ισχυρή το επόμενο έτος, αν και σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με αυτά του 2023. «Αναμένουμε ότι το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων θα συνεχίσει να υποστηρίζει τα κέρδη των τραπεζών το 2024», αλλά η τάση «θα επηρεαστεί από τις πιέσεις στα επιτοκιακά περιθώρια που αναμένεται να υπάρξουν το 2024 λόγω της υποτονικής αύξησης των δανείων, καθώς και των υψηλότερων εξόδων που συνεπάγεται η ανατιμολόγηση των καταθέσεων».
Προς το παρόν, πάντως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της DBRS, η ετεροβαρής αύξηση των επιτοκίων στο χαρτοφυλάκιο των δανείων σε αντίθεση με τα επιτόκια καταθέσεων, έχει συντηρήσει σε υψηλό επίσης επίπεδο την απόδοση ιδίων κεφαλαίων (return on equity-roe) του τραπεζικού συστήματος, με τις ελληνικές τράπεζες να διαθέτουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες, που με βάση τα στοιχεία του α΄ εξαμήνου διαμορφώθηκε στο 12,8% και αποτελεί την 6η καλύτερη επίδοση μεταξύ 13 χωρών στην Ευρωζώνη.
Η επίτευξη υψηλής απόδοσης ιδίων κεφαλαίων επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες τη διανομή μερίσματος από τα κέρδη της χρήσης του 2023 και παρά το γεγονός ότι ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων επιδεινώθηκε σε σχέση με το υψηλό επίπεδο του 20%, που είχε καταγράψει το α΄ εξάμηνο του 2022, βασίζεται πλέον σε πιο υγιή βάση, καθώς είναι αποτέλεσμα των βασικών πηγών κερδοφορίας, όπως τα έσοδα από τόκους αντί των έκτακτων χρηματοοικονομικών εσόδων. Να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο διάστημα του 2021 και του 2020 οι ελληνικές τράπεζες είχαν καταγράψει αρνητική απόδοση ιδίων κεφαλαίων, λόγω των σημαντικών ζημιών που επέφερε συστηματικά τα τελευταία χρόνια η εξυγίανση των ισολογισμών τους και το 2022 ήταν η πρώτη χρονιά που αντιστράφηκε το «κακό προηγούμενο».
Η βελτίωση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία καθώς, όπως παρατηρεί η DBRS, «οι ευρωπαϊκές τράπεζες επωφελήθηκαν από τη σημαντική βελτίωση της κερδοφορίας τους το α΄ εξάμηνο του 2023, αναφέροντας ετήσια αύξηση της μέσης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) 11,1%, από 7,7%, με ορισμένες τράπεζες σημαντικά πάνω από αυτό το επίπεδο». Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, «αυτό οφείλεται κυρίως στη σημαντική άνοδο των καθαρών εσόδων από τόκους των τραπεζών, ενώ το πιστωτικό κόστος παρέμεινε χαμηλό».
Οι δείκτες κεφαλαίου συνεχίζουν να επωφελούνται από τη δημιουργία ισχυρών κερδών των τραπεζών, η οποία αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό την πίεση για αύξηση των πληρωμών μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών.
Πώς βαθμολογήθηκαν στην «άσκηση» της ΕΚΤ
3 έναντι 2,6 που ήταν η μέση βαθμολογία των ευρωπαϊκών τραπεζών απέσπασαν, σύμφωνα με πληροφορίες, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στη χώρα μας στο πλαίσιο της άσκησης εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process), γνωστής ως SREP, που ανακοίνωσε χθες η ΕΚΤ. Η άσκηση SREP αξιολογεί τέσσερα βασικά στοιχεία του τραπεζικού συστήματος: τη βιωσιμότητα και διατηρησιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων, την επάρκεια της εσωτερικής διακυβέρνησης και της διαχείρισης κινδύνου, τους κινδύνους για το κεφάλαιο και τους κινδύνους για τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση.
Σε κάθε στοιχείο αποδίδεται βαθμολογία από 1 έως 4 (όπου 1 είναι η καλύτερη βαθμολογία και 4 είναι η χειρότερη) και η βαθμολογία μεταφράζεται σε πρόσθετα κεφαλαιακά μαξιλάρια που θα πρέπει να διακρατούν οι τράπεζες, πέραν των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων. Το κεφάλαιο που θα πρέπει να διακρατούν οι τράπεζες ως αποτέλεσμα της άσκησης SREP περιλαμβάνει την απαίτηση του λεγόμενου Πυλώνα 2 (P2R) και σύμφωνα με πληροφορίες, οι ελληνικές τράπεζες βελτίωσαν ή διατήρησαν σταθερή την επίδοσή τους. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα Πειραιώς βελτίωσε την απαίτηση για το P2R στο 1,25% από 1,75%, η Εθνική Τράπεζα κατατάσσεται στο 15% των τραπεζών που βελτίωσαν τη βαθμολογία τους, ενώ η Eurobank που δραστηριοποιείται και σε άλλες αγορές, πέραν της Ελλάδος, διατήρησε σταθερή τη βαθμολογία της.
Διαβάστε επίσης:
Fitch: Μόνο οι ελληνικές τράπεζες έχουν θετικές προοπτικές για το 2024 – Οι λόγοι
JP Morgan: Υψηλότερα οι τιμές-στόχοι για τις τράπεζες – Overweight
Deutsche Bank: Αναβαθμίζει τις τιμές-στόχους για τις τράπεζες μετά το placement της Εθνικής
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News