BUSINESS & FINANCE

Φθηνό χρήμα στις τράπεζες από αποταμιευτές

Φθηνό χρήμα στις τράπεζες από αποταμιευτές

Διπλάσιο επιτοκιακό περιθώριο σε σχέση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών κατέγραψαν οι ελληνικές τράπεζες στο εξάμηνο του έτους, επωφελούμενες από την ευρεία καταθετική βάση και το χαμηλότερο –σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες– ποσοστό μετακύλισης της αύξησης των επιτοκίων στις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων.

Αυτό επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών που δημοσιεύθηκαν προχθές, με βάση τα οποία το επιτοκιακό περιθώριο, δηλαδή η διαφορά μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων στη χώρα μας, διαμορφώθηκε το β΄ τρίμηνο του έτους στο 3,13% έναντι μέσου όρου 1,59% των τραπεζών στην Ε.Ε. Εκτός από το χαμηλότερο ποσοστό μετακύλισης της αύξησης των επιτοκίων στις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων, η τάση αυτή είναι αποτέλεσμα και της υψηλής ρευστότητας που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες μέσω των καταθέσεων των νοικοκυριών, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 58% των πηγών ρευστότητας. Πρόκειται για το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη (με βάση στοιχεία του SSM) μετά τη Σλοβενία και την Πορτογαλία, τα αντίστοιχα ποσοστά για τις οποίες διαμορφώνονται στο 67,57% και 63,83%.

Φθηνό χρήμα στις τράπεζες από αποταμιευτές-1

Η αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου δεν είναι μόνον ελληνικό φαινόμενο. Αντίστοιχη τάση καταγράφεται σε όλο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, που αύξησε το επιτοκιακό περιθώριο από 1,29% το γ΄ τρίμηνο του 2022 –διάστημα που ξεκινάει να καταγράφεται η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ– σε 1,59% το β΄ τρίμηνο του 2023. Η αύξηση ωστόσο που καταγράφουν οι ελληνικές τράπεζες μεταξύ των δύο περιόδων είναι σημαντική, καθώς από 1,9% το επιτοκιακό περιθώριο οδηγήθηκε στο 3,13%.

Σε ό,τι αφορά τις πηγές άντλησης ρευστότητας, κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης είναι το ποσοστό της ρευστότητας που αντλούν από τις επιχειρήσεις και το οποίο διαμορφώνεται στη χώρα μας στο 20,37%. Η σύγκλιση αυτή ερμηνεύει και τα υψηλότερα επίπεδα των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις που απολαμβάνουν οι επιχειρήσεις στη χώρα μας και τα οποία διαμορφώθηκαν τον Αύγουστο στο 2,70% έναντι 1,56% που είναι το μέσο επιτόκιο για τις προθεσμιακές καταθέσεις των νοικοκυριών.

Ειδοποιός διαφορά στις πηγές άντλησης ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τις τράπεζες της Ευρωζώνης είναι η χαμηλή εξάρτηση από τη διατραπεζική, μέσω της οποίας αντλούν μόλις το 6,10% των καταθέσεων (ποσοστό 6% έχει η Πορτογαλία), έναντι π.χ. 15,36% στην Ισπανία, 16,28% στην Ιταλία, 20,23% στη Γαλλία και 33,91% στη Γερμανία. Να σημειωθεί ότι το μέσο επιτόκιο για τις προθεσμιακές καταθέσεις των νοικοκυριών τον Αύγουστο διαμορφώθηκε στην Ιταλία στο 3,35%, στη Γαλλία στο 3,57% και στη Γερμανία στο 3,12%, ενώ στην Πορτογαλία που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την Ελλάδα ως προς τις πηγές άντλησης ρευστότητας, το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 1,76%, πολύ κοντά δηλαδή με το μέσο επιτόκιο που δίνουν οι ελληνικές τράπεζες.

Οπως παρατηρεί η ΕΒΑ, με δεδομένο ότι η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική στην Ε.Ε., η ενίσχυση του επιτοκιακού περιθωρίου ήταν ο βασικός τροφοδότης των εσόδων από τόκους. Εντούτοις, οι τράπεζες έχουν επωφεληθεί ετερογενώς από τα υψηλότερα επιτόκια, κάτι που εξαρτάται από τη διάρθρωση του ισολογισμού τους, το χαρτοφυλάκιο των σταθερών και των κυμαινόμενων επιτοκίων και το μερίδιο των χρεωστικών τίτλων και των καταθέσεων που έχουν στους ισολογισμούς τους.

Εκτός από τη φθηνή ρευστότητα που αντλούν από τα ελληνικά νοικοκυριά, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν και υπερβάλλουσα ρευστότητα, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της EBA ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις είναι από τους χαμηλότερους στην Ε.Ε. και διαμορφώθηκε στο 59,64% έναντι 109,30% που είναι ο μέσος όρος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Να σημειωθεί ότι ο χαμηλός δείκτης είναι αποτέλεσμα των μαζικών πωλήσεων δανείων στις οποίες προχώρησαν οι ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της εξυγίανσης των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια του παρελθόντος και σημαίνει ότι οι τράπεζες έχουν πλέον αρκετή ρευστότητα για να δώσουν νέα δάνεια σε υγιείς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Συνέπεια των υψηλών spreads που απολαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες είναι και τα υψηλά έσοδα από τόκους ως ποσοστό των συνολκών οργανικών τους εσόδων και τα οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία της EBA, αντιπροσωπεύουν το 79% των συνολικών τους εσόδων, έναντι μέσου όρου 61% των ευρωπαϊκών τραπεζών. Σε αντίθεση με τις τράπεζες της Ε.Ε. που αντλούν το 27,6% των εσόδων τους από προμήθειες, οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν το β΄ τρίμηνο του 2023 το 18% των συνολικών τους εσόδων από προμήθειες, ενώ σε αντίθεση με το παρελθόν πενιχρή συμβολή στα συνολικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών είχαν την ίδια περίοδο τα χρηματοοικονομικά έσοδα, που συνεισέφεραν το 6,8% των οργανικών εσόδων για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Η βελτίωση της βασικής πηγής κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών είχε αποτέλεσμα και την υψηλή κίνηση του δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, που έφθασε πάνω από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών και συγκεκριμένα στο 13,3% έναντι 10,8% στην Ε.Ε. Να σημειωθεί ότι ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών υποχώρησε σε σχέση με τα επίπεδα του 2022 (το γ΄ τρίμηνο του 2022 είχε διαμορφωθεί στο 16%), όταν η κύρια πηγή κερδοφορίας ήταν τα χρηματοοικονομικά κέρδη και πλέον στηρίζεται σε πιο υγιή βάση.

Ανταγωνιστής των προθεσμιακών τα έντοκα γραμμάτια

Οι υψηλές αποδόσεις των εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου –το επιτόκιο των οποίων στην τελευταία δημοπρασία εντόκων 13 εβδομάδων έφτασε το 3,90%– αποτελούν τον βασικό ανταγωνιστή των προθεσμιακών καταθέσεων, υποχρεώνοντας τις τράπεζες σε επανασχεδιασμό της πολιτικής τους.

Ο επανασχεδιασμός γίνεται στη βάση και των κυβερνητικών παραινέσεων διά στόματος του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος μιλώντας στη γενική συνέλευση της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών την προηγούμενη εβδομάδα δήλωσε ότι «οι μεγάλες τράπεζες συμφώνησαν να προωθήσουν περαιτέρω πιο ελκυστικά προϊόντα, όπως οι προθεσμιακές καταθέσεις», κάτι που σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό, «έχει ήδη αρχίσει σε κάποιο βαθμό», αλλά όπως δήλωσε, «αναμένουμε ότι θα επεκταθεί περαιτέρω»

.Φθηνό χρήμα στις τράπεζες από αποταμιευτές-2

Μήλον της Εριδος φαίνεται ότι είναι τα υψηλά επιτόκια των εντόκων γραμματίων, που συγκέντρωσαν κατά τις δύο τελευταίες δημοπρασίες 50 και 80 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα. Το ενδιαφέρον ωστόσο δεν εξαντλείται σε αυτά τα ποσά, αλλά στα κεφάλαια που επενδύουν στη δευτερογενή αγορά των εντόκων, δηλαδή μετά την ημερομηνία της καθορισμένης έκδοσης, το ύψος των οποίων έχει ανέλθει στο 1,4 δισ. ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια. Σύμφωνα μάλιστα με την εικόνα που μεταφέρουν εκπρόσωποι της αγοράς των διαχειριστών κεφαλαίων, οι εισροές προέρχονται από επενδυτές με διαθέσιμα κεφάλαια άνω των 100.000 ευρώ, οι οποίοι αγοράζουν έντοκα σε χαμηλότερη τιμή της ονομαστικής, ξαναζεσταίνοντας την αγορά.

Για αποταμιευτές με μικρότερα ποσά η δυνατότητα που έδωσε το ελληνικό Δημόσιο να εγγραφούν στις δύο πρόσφατες δημοπρασίες εντόκων ομολόγων με ανώτατο ποσό ονομαστικής αξίας για κάθε φυσικό πρόσωπο τις 15.000 ευρώ, έχει ανοίξει την όρεξη για υψηλότερες αποδόσεις και στους μικροεπενδυτές. Η επόμενη έκδοση που θα αφορά έντοκα 26 εβδομάδων αναμένεται στις 25 Οκτωβρίου και προκειμένου κάποιος να συμμετάσχει θα πρέπει να έχει ανοίξει μερίδα στο Σύστημα Αϋλων Τίτλων (ΣΑΤ), κάτι που μπορεί να γίνει μέσω τράπεζας ή χρηματιστηριακής.

Η λάμψη των εντόκων γραμματίων ξεθωριάζει την ελκυστικότητα των προθεσμιακών καταθέσεων, το μέσο επιτόκιο των οποίων διαμορφώθηκε τον Αύγουστο στο 1,56% για τα νοικοκυριά και στο 2,70% για τις επιχειρήσεις, πυροδοτώντας διαπραγματεύσεις μεταξύ καταθετών και τραπεζών για καλύτερες αποδόσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, η συζήτηση έχει ανοίξει στα τραπεζικά καταστήματα και παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν δείχνουν διατεθειμένες να προχωρήσουν σε γενναίες κινήσεις σε ό,τι αφορά ονομαστικά επιτόκια, η πίεση των καταθετών αρχίζει να αποδίδει στις κατ’ ιδίαν διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες ανάλογα με το ποσό και τον χρόνο που κάποιος επιθυμεί να δεσμεύσει τα χρήματά του, μπορεί να επιτύχει και καλύτερα επιτόκια.

Οι τράπεζες υπεραμύνονται της μεσοπρόθεσμης χρονικής διάρκειας που κάποιος επενδυτής πρέπει να επιλέξει για να πετύχει μεγαλύτερες αποδόσεις και στη βάση αυτή αντιπροτείνουν τα ομολογιακά (κρατικά ή εταιρικά) αμοιβαία κεφάλαια της κατηγορίας target maturity, μέσω των οποίων προσφέρουν τακτικό εισόδημα με τη μορφή ετήσιας διανομής μερίσματος που με βάση τα διαθέσιμα προϊόντα διαμορφώνεται κοντά στο 3% τον πρώτο χρόνο. Οι τοποθετήσεις σε αμοιβαία ομολογιακά έχουν μικρό ποσό εισόδου συνήθως 10.000 ευρώ και με βάση την πολιτική των τραπεζών επιδιώκεται να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά των άλλων επιλογών σε μια προσπάθεια να εκπαιδεύσουν τμήμα των καταθετών σε μακροχρόνιας διάρκειας τοποθετήσεις με περιορισμένο ρίσκο.

Διαβάστε επίσης: 

ΤτΕ: Οριακή άνοδος στα επιτοκιακά περιθώρια μεταξύ καταθέσεων και δανείων

ΤτΕ: Αύξηση καταθέσεων και μείωση στη χορήγηση δανείων τον Αύγουστο

Στις προθεσμιακές καταθέσεις καταφεύγουν οι αποταμιευτές – Στροφή 13 δισ. ευρώ

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News