Τι αφήνει στην οικονομία το πέρασμα της κακοκαιρίας «Daniel»
Δέκα μέρες μετά την καταστροφή του «Daniel», κυβέρνηση και οικονομολόγοι δυσκολεύονται ακόμη να καταλήξουν σε μια εκτίμηση για το μέγεθος της ζημιάς, όχι μόνο γιατί δεν έχει γίνει πλήρης καταγραφή όσων χάθηκαν για πάντα κάτω από τα νερά, αλλά και γιατί δεν είναι βέβαιο τι θα γίνει σε βάθος χρόνου, αν και σε τι βαθμό θα καλλιεργηθούν ξανά τα χωράφια, αν θα επαναλειτουργήσουν οι παραγωγικές μονάδες που καταστράφηκαν, αν θα επιστρέψουν στα σπίτια τους οι πλημμυροπαθείς, κι ακόμη αν θα βρουν πάλι τη θέση τους στις αγορές του εξωτερικού τα προϊόντα που φέτος θα λείψουν απ’ αυτές.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, με 2,85 δισ. ευρώ μέχρι στιγμής διαθέσιμα, εκ των οποίων τα 600 εκατ. ευρώ από τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό για την κάλυψη της πρώτης αρωγής για οικοσκευή και προκαταβολές αποζημιώσεων επιχειρήσεων και τα 2,25 δισ. ευρώ να αναμένονται από τις Βρυξέλλες φέτος και το 2024, το κράτος έχει καλή δύναμη πυρός για να ξεκινήσει την προσπάθεια ανάταξης. Επιπλέον, ο προϋπολογισμός του 2024 θα ενισχυθεί με πρόσθετο πόρο, από ειδικό τέλος φυσικών καταστροφών. Ωστόσο, οι δρόμοι, ο σιδηρόδρομος, τα αποχετευτικά δίκτυα, τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα θα χρειαστεί να σχεδιαστούν σωστά και γρήγορα για να εξασφαλίσουν την κοινοτική χρηματοδότηση, κι αυτές δεν είναι επιδόσεις στις οποίες μας έχει συνηθίσει το ελληνικό κράτος.
Στο σύνολο της οικονομίας, το πλήγμα που θα επιφέρει η Θεσσαλία, η οποία αντιπροσωπεύει το 5,2% του ΑΕΠ και το 14,1% της αγροτικής παραγωγής εκτιμάται ότι θα είναι ελεγχόμενο, σύμφωνα με τους οικονομολόγους. Δεν θα εκτρέψει, δηλαδή, τη χώρα σε καταστάσεις που δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει, όσο κι αν οι εικόνες του βυθισμένου –ακόμη– στα νερά κάμπου προκαλούν απελπισία.
Ωστόσο υπάρχουν ανησυχίες για επιπτώσεις κυρίως στον πληθωρισμό, όπως έχει άλλωστε ήδη φανεί, στο ΑΕΠ και στο ισοζύγιο. Οι προβλέψεις για το 2023 συνολικά δεν θα αλλάξουν δραστικά προς το χειρότερο, καθώς η επιδείνωση αφορά μόνο τους τελευταίους μήνες του, αλλά υπάρχουν ανησυχίες και για το 2024.
«Δεν είναι μια καταστροφή που θα ρίξει σημαντικά έξω τις προβλέψεις μας, αλλά προκαλεί μια αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ και πιο σημαντικό, κατά την άποψή μου, στον πληθωρισμό και το ισοζύγιο», σχολιάζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελλάδος, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος. Ο ίδιος εκτιμά ότι το δ΄ τρίμηνο θα δούμε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1%, ίσως και χαμηλότερους, λόγω Θεσσαλίας, αν και στο σύνολο του έτους η πτώση αυτή θα αντισταθμιστεί από την καλύτερη πορεία των προηγούμενων τριμήνων. Εκφράζει, όμως, ανησυχία για το 2024. «Δεν ξέρουμε αν η γη θα ανακάμψει τόσο γρήγορα για να δώσει την παραγωγή που έδινε υπό κανονικές συνθήκες. Υπάρχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα για το 2024, σε συνδυασμό και με την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας», λέει.
Η πρώτη αρωγή, για την οποία άνοιξε ήδη η σχετική πλατφόρμα, θα υποκαταστήσει κάποιες από τις απώλειες του «Daniel» στο ΑΕΠ. Τα μέτρα στήριξης από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν είναι ασφαλώς η υγιέστερη πηγή ανάπτυξης, αλλά στην περίπτωση αυτή είναι αναπόφευκτα και απαραίτητα, μέχρι να αποκατασταθεί η κανονικότητα.
«Η επίπτωση στο ΑΕΠ θα είναι σχετικά μικρή», σχολιάζει ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, «καθώς μέρος της απώλειας θα καλυφθεί από τα μέτρα στήριξης που θα ενισχύσουν τη ζήτηση και τις επενδύσεις. Ωστόσο το δ΄ τρίμηνο το ΑΕΠ θα είναι, ούτως ή άλλως, πιο αδύναμο και λόγω της επιβράδυνσης της Ευρωζώνης, της αύξησης των επιτοκίων και των τιμών καυσίμων και τροφίμων.
Επιπλέον, η καταστροφή στη Θεσσαλία θα προκαλέσει αναταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες και πληθωριστικές πιέσεις, όχι μόνο λόγω των ελλείψεων, αλλά και εξαιτίας της κερδοσκοπίας. Επίσης, περιμένω αρνητικές επιδράσεις στο ισοζύγιο πληρωμών, με μείωση εξαγωγών και αύξηση εισαγωγών και κάποια προϊόντα θα χάσουν τη θέση τους στις διεθνείς αγορές. Θα δούμε ακόμη δευτερογενείς επιπτώσεις, καθώς θα σημειωθούν ελλείψεις πρώτης ύλης για τις μεταποιητικές μονάδες».
Εκτός από τη μεγάλη εικόνα, υπάρχει βεβαίως και η μικρότερη, τοπική. Τα χωράφια που απογυμνώθηκαν, ιδίως αυτά υπό κλίση, αναφέρουν οι πρώτες εκτιμήσεις που φτάνουν στα γραφεία των οικονομολόγων, ίσως να μην καλλιεργηθούν ξανά. Για κάποιες κοινότητες, αυτό ίσως σημαίνει καταστροφή.
Αδιαπραγμάτευτος ο στόχος για το πλεόνασμα
Το μήνυμα που θέλει να στείλει η κυβέρνηση επιμένοντας ότι θα τηρηθεί ο στόχος του Προγράμματος Σταθερότητας για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ φέτος και περίπου 2% του ΑΕΠ το 2002 είναι σαφές: η ελληνική οικονομία δεν κινδυνεύει να πέσει σε κρίση και είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, παρά τις δυσκολίες.
Επομένως, περιμένει λογικά να συνεχιστούν και οι αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης και να μη διαταραχθεί το επενδυτικό κλίμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης δήλωσε την περασμένη Δευτέρα κιόλας στο Bloomberg ότι «οι φυσικές καταστροφές δεν θα επηρεάσουν τη δημοσιονομική μας πειθαρχία. Η Ελλάδα θα τηρήσει τους δημοσιονομικούς της στόχους και αυτή είναι μια δέσμευση που μπορώ να δώσω σήμερα». Στον ίδιο τόνο, επανήλθε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης δηλώνοντας ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ «είναι αδιαπραγμάτευτος».
Σύμφωνα με τον Ηλία Λεκκό, επικεφαλής οικονομολόγο της Τράπεζας Πειραιώς, η δυναμική του προϋπολογισμού ήταν ούτως ή άλλως για πρωτογενές πλεόνασμα πολύ υψηλότερο από 0,7% του ΑΕΠ, ίσως και πάνω από 2% του ΑΕΠ. Αν αυτό ισχύει, πρόκειται για ένα δημοσιονομικό περιθώριο σχεδόν 3 δισ. ευρώ. Επομένως, υπάρχει δυνατότητα να δοθούν τα 600 εκατ. ευρώ του συμπληρωματικού προϋπολογισμού και ακόμη περισσότερα και να μην κινδυνεύσει ο στόχος.
Θα αλλάξει άραγε η εικόνα της χώρας στο διεθνές επενδυτικό σκηνικό, εξαιτίας της καταστροφής; «Πιστεύω πως όχι. Πιο σημαντικό είναι να πετύχεις τους δημοσιονομικούς στόχους», λέει ο κ. Λεκκός, απαντώντας έτσι και στο γιατί η κυβέρνηση επιμένει σε αυτούς.
Ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός των 600 εκατ. ευρώ θα ψηφιστεί άμεσα για να καλύψει τις πρώτες ανάγκες. Αλλα 400 εκατ. ευρώ από την Ε.Ε. αναμένεται να εισρεύσουν εντός του 2023, σύμφωνα με την κυβέρνηση, ανεβάζοντας στο 1 δισ. ευρώ το ποσόν που θα διοχετευθεί στη Θεσσαλία φέτος. Συνολικά, η Ε.Ε. θα διαθέσει 2,25 δισ. ευρώ, κυρίως από αναθεωρήσεις του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, για έργα υποδομών.
Διαβάστε επίσης:
Alpha Bank: Το 5,2% του ΑΕΠ παράγει η Θεσσαλία – Οι επιπτώσεις από τις πλημμύρες
Eurobank: Οι καθοδικοί κίνδυνοι για το ΑΕΠ από τις φυσικές καταστροφές
Μεγάλο και σε βάθος χρόνου το πλήγμα από την κακοκαιρία Daniel
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News