Σούπερ μάρκετ: Τα 100 εκατ. ευρώ αγγίζει το κόστος διαχείρισης της πανδημίας
Υψηλό κόστος, το οποίο αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τα περιθώρια κερδοφορία του, επωμίστηκε ο κλάδος των σούπερ μάρκετ λόγω της υγειονομικής κρίσης. Όπως προκύπτει από μελέτη του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών), με βάση τα αποτελέσματα του πρώτου εννεάμηνου του 2020 (στην πραγματικότητα για το επτάμηνο Μαρτίου – Σεπτεμβρίου) το κόστος από τη διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού για τα σούπερ μάρκετ πλησιάζει τα 100 εκατ. ευρώ. Το συνολικό κόστος για το 2020 μάλιστα εκτιμάται θα ξεπεράσει τα 160 εκατ. ευρώ.
Το συγκεκριμένο κόστος εκτιμάται ότι αντιστοιχεί στο 1,55% του κύκλου εργασιών, όταν το καθαρό περιθώριο εκμετάλλευσης του κλάδου για την τελευταία διετία είναι 0,89%. Πρακτικά δηλαδή, όπως σημειώνει το Ινστιτούτο, το κόστος αυτό υπερβαίνει την καθαρή κερδοφορία του κλάδου, ακόμα και στα πιο αισιόδοξα σενάρια για την πορεία της. Άλλωστε το λειτουργικό κόστος της τελευταίας διετίας για τον κλάδο αντιστοιχεί στο 23,99% του κύκλου εργασιών, κάτι που σημαίνει ότι αυτό το νέο κόστος έρχεται να αυξήσει τις δαπάνες των επιχειρήσεων κατά 6,49%, αύξηση που είναι πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη.
Οι παράγοντες που επιβάρυναν το κόστος
Το μεγαλύτερο μερίδιο κόστους προκύπτει από το επιπλέον εργασιακό κόστος, το οποίο εκτιμάται ήδη σε 76 εκατ. ευρώ. Η βασική πηγή του κόστους αυτού είναι οι νέες προσλήψεις που πραγματοποίησαν οι αλυσίδες σουπερμάρκετ μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2020. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται:
Στα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας, όπως η επέκταση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, ο έλεγχος του αριθμού ατόμων στην είσοδο των καταστημάτων, η απολύμανση κλπ, δημιούργησαν νέες θέσεις εργασίας.
Ένα σημαντικό ποσοστό του προσωπικού των καταστημάτων εντάσσεται στις ευπαθείς ομάδες και με την εμφάνιση της πανδημίας έπρεπε να προστατευθεί και επομένως προσλήφθηκε νέο προσωπικό για την αντικατάσταση του. Σημειώνεται ότι κατά κανόνα οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ προσφέρουν εργασία σε ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην εύρεση εργασίας.
Η αξιοποίηση νέων καναλιών πώλησης όπως π.χ. τα ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ, οι τηλεφωνικές παραγγελίες, δημιούργησαν την ανάγκη για επιπλέον προσωπικό για τη διαχείριση, εκτέλεση και παράδοση των παραγγελιών. Εκτιμάται ότι το 15% των νέων προσλήψεων αφορούν αυτές τις θέσεις εργασίας.
Οι παραπάνω εξελίξεις προκαλούν επιπλέον νέες επενδύσεις στην οργάνωση, μηχανογράφηση και συντήρηση του δικτύου, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν νέες ανάγκες σε υψηλών προσόντων προσωπικού.
Η δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία κόστους αφορά την παράδοση κατ’ οίκον, η οποία εκτιμάται σε περίπου 8 εκατ. ευρώ έως τον Σεπτέμβριο του 2020. Σημειώνεται ότι η παράδοση κατ’ οίκον μπορεί να προέρχεται είτε από ηλεκτρονικές παραγγελίες, είτε από τηλεφωνικές παραγγελίες, οι οποίες επίσης παρουσιάζουν αύξηση. Η παράδοση κατ’ οίκον για το λιανεμπόριο τροφίμων είναι μία ιδιαίτερα κοστοβόρα διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη διαδικασία της συλλογής των αντικειμένων, όσο και τη διαδικασία της μεταφοράς.
Σε σχέση με τα υλικά συσκευασίας, εκτιμάται ότι αυτά ανέρχονται ήδη σε αξία σε πάνω από 8 εκατ. ευρώ και περιλαμβάνουν μία πλειάδα από διαφορετικά κόστη, τα οποία μπορούν να αφορούν από πλεξιγκλάς για τα ταμεία, μέχρι τεστ κορωνοϊού για το προσωπικό. To 1/3 περίπου από αυτό το κόστος αφορά τη διάθεση μασκών (μίας χρήσης ή επαναχρησιμοποιούμενες, για το προσωπικό ή/και τους πελάτες), ενώ άλλα κόστη αφορούν τα αντισηπτικά (για το προσωπικό ή/και τους πελάτες, τα γάντια (μίας χρήσης για το προσωπικό ή/και τους πελάτες), τα καθαριστικά και οι απολυμάνσεις (σε καταστήματα, αποθήκες, οχήματα, Κεντρικά Γραφεία), οι κατασκευές (π.χ. πλεξιγκλάς στα ταμεία, αυτοκόλλητα στα δάπεδα, διαχωριστικά κλπ), αλλά και κόστη όπως τεστ κορωνοϊού και η υποστήριξη τηλεργασίας.
Επιπλέον, σύμφωνα με την μελέτη, η πανδημία και ιδιαίτερα η περίοδος του lockdown, με τις αλλαγές που επέφεραν στις αγοραστικές συνήθειες, «ανάγκασαν» τις εταιρείες του κλάδου να στραφούν πιο έντονα στη λειτουργία ηλεκτρονικών καταστημάτων. Αν και υπήρχαν επενδύσεις από τις περισσότερες μεγάλες εταιρείες του κλάδου, αυτές πολλαπλασιάστηκαν μέσα σε λίγους μήνες, με ένα κόστος ύψους 4,6 εκατ. ευρώ, το οποίο αναμένεται να φτάσει ακόμα και τα 8 εκατ. ευρώ. Τα κόστη αυτά αφορούν τόσο τη διαμόρφωση, λειτουργία και υποστήριξη των ηλεκτρονικών καταστημάτων, όσο και των διαδικασιών που τα υποστηρίζουν, όπως logistics με την αγορά εξοπλισμού και τη δημιουργία εγκαταστάσεων, όπως pick-up points στα καταστήματα.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News