Στροφή από τις απλές καταθέσεις σε προθεσμιακές και αμοιβαία
Σταδιακή μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τις απλές καταθέσεις στις καταθέσεις προθεσμίας προβλέπουν οι τράπεζες, σε συνδυασμό με στροφή σε επενδυτικά προϊόντα σύνθετου τύπου, δηλαδή με έκθεση σε μετοχικούς τίτλους. Η τάση αυτή υπαγορεύεται από το χαμηλό ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι τοποθετήσεις των Ελλήνων σε σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα στο σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, που σύμφωνα με στοιχεία της Alpha Bank περιορίζονται περίπου στο 11%, έναντι 46% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι τοποθετήσεις των Ελλήνων σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, δηλαδή αμοιβαία κεφάλαια σταθερού εισοδήματος ή μετοχικούς τίτλους, αυξήθηκαν την περίοδο 2019-2022 από τα 12 δισ. ευρώ στα 16 δισ. ευρώ. Αντιπροσωπεύουν ωστόσο χαμηλό ποσοστό των συνολικών περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων, που συνεχίζουν να τηρούν το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεών τους σε καταθέσεις ταμιευτηρίου.
Υπενθυμίζεται ότι οι καταθέσεις των Ελλήνων ανήλθαν στα τέλη Απριλίου στα 142 δισ. ευρώ (άλλα 43,5 δισ. ευρώ είναι οι καταθέσεις των επιχειρήσεων) και σύμφωνα με την πρόβλεψη της Alpha Bank θα αυξηθούν μεταξύ 150-160 δισ. ευρώ έως το 2025, ακολουθώντας τη μεγέθυνση της οικονομίας και τη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Μέρος αυτών, που υπολογίζεται στο 40% έως το 2025 (ή ακόμη και 50% με βάση την εκτίμηση της Alpha Bank) θα μετατοπιστεί στις προθεσμιακές καταθέσεις, που θα συνεχίσουν να προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις, παρακολουθώντας την άνοδο των επιτοκίων. Με βάση την ίδια εκτίμηση, την ίδια περίοδο η αύξηση των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων (asset under management – AUM) εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από τα 16 δισ. ευρώ στα 24-28 δισ. ευρώ. Μέρος αυτών μπορεί να προέλθει από τα υπό διαχείριση κεφάλαια Ελλήνων στο εξωτερικό, που υπολογίζονται σε 50 δισ. ευρώ και θα μπορούσαν να επιστρέψουν στη χώρα, καθώς η οικονομία σταθεροποιείται και προσεγγίζει την επενδυτική βαθμίδα.
Ηδη από τις αρχές του 2023 έως και τις αρχές Ιουνίου οι εισροές σε αμοιβαία κεφάλαια ανέρχονται σε 1,8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας καθαρή άνοδο κατά 1,2 δισ. ευρώ μετά τις εκροές ύψους 600 εκατ. ευρώ που σημειώθηκαν την αντίστοιχη περίοδο. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των κεφαλαίων και συγκεκριμένα 1,2 δισ. ευρώ κατευθύνθηκε σε ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, που κυριάρχησαν ως επενδυτική επιλογή μέσω και των σχετικών εκδόσεων από τις ΑΕΔΑΚ των τραπεζών, «προσελκύοντας» μέρος των χρημάτων που λιμνάζουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς «υπόσχονται» καλύτερη απόδοση με τη μορφή μερίσματος ή επιπλέον απόδοση στη λήξη, ανάλογα με τη διαχείριση του αμοιβαίου που θα πετύχει ο διαχειριστής.
Σημειώνεται ότι βάσει των στοιχείων του ΤΕΚΕ η πλειονότητα των τραπεζικών λογαριασμών και συγκεκριμένα το 72,5% έχει χαμηλά υπόλοιπα έως 1.000 ευρώ, ενώ άλλο ένα 12,4% έχει υπόλοιπο από 1.000 έως 5.000 ευρώ. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι καταθέτες με ποσά από 5.000 έως 50.000 ευρώ, που θα μπορούσαν δυνητικά να τοποθετήσουν ένα μέρος των αποταμιεύσεών τους σε συντηρητικές όμως επενδύσεις, όπως είναι αμοιβαία κεφάλαια σταθερού εισοδήματος, αποτελούν το 13% των καταθετών, αλλά η κύρια πηγή των εν δυνάμει επενδυτών αποτελεί το υπόλοιπο 2,1% των καταθετών, που αν και μικρό ως ποσοστό κατέχει το 57,7% των καταθέσεων. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του ΤΕΚΕ δείχνουν ότι το 1,4% έχει καταθέσεις από 50.000 έως 100.000 ευρώ και άλλο ένα 0,7% έχει καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες συγκεντρώνουν το 57,7% των συνολικών καταθέσεων των 191,8 δισ. ευρώ (στοιχεία τέλους 2022), δηλαδή περί τα 110 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι τα στοιχεία του ΤΕΚΕ περιλαμβάνουν και τις καταθέσεις των επιχειρήσεων (περίπου 48 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία του 2022) και οι οποίες αποτελούν το ένα τέταρτο των συνολικών καταθέσεων στις τράπεζες. Η πλειονότητα αυτών των κεφαλαίων χρησιμεύει ως άμεση ρευστότητα, ενώ ένα μέρος περί τα 9 δισ. ευρώ είναι τοποθετημένο σε προθεσμιακές καταθέσεις.
Τα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις των επιχειρήσεων είναι υψηλότερα έναντι των νοικοκυριών και σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για διάρκειες έως 1 έτος φθάνουν το 1,87% έναντι 1,22% αντίστοιχα. Τα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις μετά τις αυξήσεις στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες το τελευταίο δίμηνο κλιμακώνονται ανά τρίμηνο ή ανάλογα με το ποσό. Η πολιτική κάθε τράπεζας είναι διαφορετική, με την Εθνική να προκρίνει κυρίως τη μεγιστοποίηση της απόδοσης με βάση το ποσό, ξεκινώντας ωστόσο και από μικρά ποσά της τάξης των 3.000 ή 10.000 ευρώ, ενώ άλλες τράπεζες, όπως η Eurobank, που επίσης ξεκινάει με χαμηλά ποσά, όπως τα 10.000 ευρώ, προκρίνουν παράλληλα τη μεγιστοποίηση της απόδοσης ανά τρίμηνο. Η Alpha Bank μεγιστοποιεί την απόδοση για καταθέσεις άνω των 30.000 ευρώ, μέσα από τον συνδυασμό και του ποσού και της διάρκειας, προσφέροντας υψηλότερες αποδόσεις για ποσά άνω των 100.000 ευρώ, πολιτική που ακολουθεί και η Τράπεζα Πειραιώς, που μεγιστοποιεί την απόδοση επίσης ανά τρίμηνο και για ανάλογα ποσά. Με βάση τα τιμολόγια των τραπεζών οι αποδόσεις για ποσά έως 100.000 ευρώ, που αποτελούν μια μέση αποταμίευση, κυμαίνονται μεσοσταθμικά μεταξύ 1,30%-1,50% και πάντα με την προϋπόθεση ότι ο καταθέτης θα διατηρήσει τα χρήματά του σε κλειστό λογαριασμό και δεν θα τα «σηκώσει» πριν από το τέλος της προγραμματισμένης περιόδου, που μπορεί να είναι οι 12, 15, 18 ή 24 μήνες.
Διαβάστε επίσης:
Aκριβές στα δάνεια, «φθηνές» στις καταθέσεις οι τράπεζες
Τράπεζες: Οι στόχοι της τριετίας – Υψηλότερα κέρδη έως το 2025
Τράπεζες: Crash test στα επιτόκια δανείων και καταθέσεων – Η σύγκριση με την Ευρώπη