Επενδυτική βαθμίδα: «Κλειδί» για φθηνότερη ρευστότητα σε τράπεζες και οικονομία
Φθηνότερη πρόσβαση στις αγορές για την άντληση ρευστότητας και τη χρηματοδότηση της οικονομίας θα σημάνει σε πρώτη φάση για τις τράπεζες η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από το ελληνικό Δημόσιο, που τοποθετείται το α΄ εξάμηνο του 2024 ή ίσως και νωρίτερα ανάλογα και το αποτέλεσμα των εκλογών και τις πολιτικές εξελίξεις.
Αν και για τις ελληνικές τράπεζες η επάνοδος σε επενδυτική κατηγορία εκτιμάται ότι θα απαιτήσει 1-2 χρόνια, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας προεξοφλείται ότι θα συμβάλει σε μια πρώτη αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού για τις τράπεζες στο πλαίσιο της υποχρέωσης που έχουν να αντλήσουν έως και 10 δισ. ευρώ κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, γνωστών ως MREL. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για ομόλογα της κατηγορίας υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior preferred), που θα πρέπει να εκδώσουν οι ελληνικές τράπεζες την προσεχή τριετία, το κόστος των οποίων έχει εκτοξευθεί από το 2%-4% που ήταν το 2021 έως και πάνω από 8% τα δύο τελευταία χρόνια, μετά την εισβολή και της Ρωσίας στην Ουκρανία που πυροδότησε την υψηλή μεταβλητότητα στις αγορές.
Σημαντική εξοικονόμηση
«Η μείωση του κόστους δανεισμού έστω κατά 1 μονάδα ειδικά για τον όγκο των senior preferred που θα πρέπει να αντλήσουν οι ελληνικές τράπεζες, θα εξοικονομήσει περί τα 100 εκατ. ευρώ τον χρόνο και θα μπορούσε να διπλασιαστεί αν η μείωση φτάσει τις 2 μονάδες», επισημαίνουν στην «Κ» αρμόδιες πηγές. Η εξοικονόμηση χαρακτηρίζεται «ουσιαστική», καθώς έρχεται σε μια περίοδο που τα επιτοκιακά κέρδη αναδεικνύονται σε κρίσιμο μέγεθος για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, ενόψει και των δεσμεύσεων για τη διανομή μερίσματος από τα κέρδη του τρέχοντος έτους. Υπολογίζεται ότι κάθε συστημική τράπεζα θα πρέπει να εκδώσει ομόλογα λίγο πάνω από 2 δισ. ευρώ και παρά το γεγονός ότι η άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ ευνοεί την αύξηση των επιτοκιακών εσόδων, η αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού αποτελεί βασική παράμετρο στην εξίσωση για διατηρήσιμη κερδοφορία τα προσεχή χρόνια.
Η συγκράτηση του κόστους δανεισμού για τις τράπεζες αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση στην προοπτική της πλήρους αποπληρωμής στην ΕΚΤ των δανείων που έχουν αντλήσει για ρευστότητα κατά την περίοδο της πανδημίας, μέσα από το πρόγραμμα στοχευμένων πράξεων αναχρηματοδότησης, γνωστού ως TLTRO. Μέχρι σήμερα οι τράπεζες έχουν αποπληρώσει 22,5 δισ. ευρώ από το σύνολο των 50,8 δισ. ευρώ που είχαν αντλήσει μέσω TLTRO από την ΕΚΤ με αρνητικά επιτόκια εν μέσω πανδημίας και στόχος είναι να αποπληρώσουν και το υπόλοιπο των 28,3 δισ. ευρώ έως τις αρχές του 2024. Το γεγονός ότι οι τράπεζες προχώρησαν στην πρόωρη αποπληρωμή σημαντικού μέρους της ρευστότητας που είχαν αντλήσει από την ΕΚΤ, οφείλεται στο ότι από τον περασμένο Νοέμβριο η ΕΚΤ προσάρμοσε το επιτόκιο των πράξεων TLTRO στον μέσο όρο των βασικών επιτοκίων, ανεβάζοντας ουσιαστικά το κόστος χρηματοδότησης από το ευρωσύστημα.
Ετσι, βασική πηγή φθηνής χρηματοδότησης αποτελούν πλέον οι καταθέσεις ιδιωτών και επιχειρήσεων, που παρά την ανατίμησή τους λόγω της ανόδου των επιτοκίων, συνιστούν την πλέον συμφέρουσα πηγή άντλησης ρευστότητας. Να σημειωθεί άλλωστε ότι οι τράπεζες έχουν αυξήσει τα επιτόκια μόνο για τις προθεσμιακές καταθέσεις, που αποτελούν λιγότερο από το ένα τέταρτο (39 δισ. ευρώ) των συνολικών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες στα τέλη Μαρτίου ανήλθαν στα 185,5 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο της αποκατάστασης των πηγών ρευστότητας οι τράπεζες επανέρχονται σταδιακά και στη διατραπεζική αγορά, αντλώντας ρευστότητα με κόστος λίγο κάτω από το euribor και collateral κυρίως κρατικούς τίτλους. Η προοπτική αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας θα βελτιώσει το κόστος χρηματοδότησης, έστω και οριακά, αφού όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη, τα ελληνικά ομόλογα παρότι δεν είναι investment grade, «συμπεριφέρονται» σαν αυτό να έχει προεξοφληθεί.
Μεγάλοι επενδυτές
Σε κάθε περίπτωση η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από το ελληνικό Δημόσιο θα καθιστούσε ελκυστικές τις ελληνικές τράπεζες σε επενδυτές μεγάλου βάθους, καθώς θα εξασφάλιζε την άνετη πρόσβαση στις αγορές και θα διεύρυνε τις πηγές άντλησης των απαιτούμενων κεφαλαίων. Οπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, «οι ελληνικές τράπεζες θα απευθύνονταν πλέον σε επενδυτές μεγάλου κύρους και όχι κυρίως σε hedge funds που είναι σήμερα οι βασικοί χρηματοδότες των ελληνικών εκδόσεων και των οποίων το capacity είναι περιορισμένο». «Οι πελάτες που αγοράζουν ομόλογα ελληνικών τραπεζών είναι οι high yield επενδυτές, οι οποίοι όμως δεν έχουν το ίδιο βάθος και το ίδιο μέγεθος που έχουν αυτοί που ασχολούνται με investment grade επενδύσεις. Η διαφορά μπορεί να είναι 1 προς 100, δηλαδή εάν τα hedge funds έχουν 1 δισ. ευρώ να διαθέσουν, αυτοί που επενδύουν σε investment grade μπορεί να έχουν 100 φορές περισσότερα κεφάλαια να επενδύσουν», εξηγούν οι ίδιες πηγές, επισημαίνοντας ότι η επενδυτική βαθμίδα θα διευκολύνει τόσο την απορρόφηση των τραπεζικών τίτλων όσο και την τιμολόγησή τους. Ετσι, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και κυρίως η αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών που θα ακολουθήσει, θα απάλλασσε οριστικά τις τράπεζες από το «άγχος» εκτέλεσης των συναλλαγών στο μέλλον και φυσικά από το κόστος, καθώς «η συζήτηση θα γινόταν σε άλλη βάση και με επενδυτές άλλου προφίλ και μεγάλου βάθους».
Διαβάστε επίσης:
Τα ραντεβού της ελληνικής οικονομίας πριν τις εκλογές
Societe Generale: Οι εκλογές ίσως «κοστίσουν» την επενδυτική βαθμίδα στις 9 Ιουνίου
Goldman Sachs: Από τις εκλογές περνά το τελευταίο βήμα για την επενδυτική βαθμίδα
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News