Επιχειρήσεις: Δέκα ώρες την εβδομάδα κυνηγούν τα «φέσια» από τους πελάτες τους
Στην ελληνική ταινία του 1963 «Το τεμπελόσκυλο» ο πρωταγωνιστής Δημήτρης Παπαμιχαήλ, όταν τελικά αποφασίζει να αφήσει το… κρεβάτι του και να εργαστεί, διαπρέπει ως εισπράκτορας χρεών για λογαριασμό μιας εταιρείας. Προκειμένου να εισπράξει τις καθυστερημένες πληρωμές δεν διστάζει να χειροδικήσει εναντίον των οφειλετών, με συνέπεια να καταλήξει μια μέρα στη φυλακή. Σήμερα οι εταιρείες –και δεν αναφερόμαστε στις περιπτώσεις «εισπράξεων» παροχής «προστασίας» σε καταστήματα– δεν χρησιμοποιούν ανάλογα μέσα. Αυτό που συμβαίνει, πάντως, λόγω ίσως και των διαδοχικών κρίσεων που έπληξαν την ευρωπαϊκή οικονομία τα τελευταία χρόνια, είναι να σπαταλούν χρόνο και χρήμα για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Κοστίζουν 275 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων Intrum, το «κυνήγι» των ληξιπρόθεσμων οφειλών υπολογίζεται ότι κοστίζει συνολικά στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις 275 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που υπερβαίνει το ΑΕΠ της Φινλανδίας, ενώ ο χρόνος που σπαταλούν σε αυτό το «κυνήγι» υπολογίζεται συνολικά σε 74 ημέρες ετησίως ή στο 29% των ωρών εργασίας.
Το κόστος για μια μέση επιχείρηση στην Ευρώπη, κόστος κυρίως διοικητικό το οποίο προκύπτει από τους ανθρώπους που χρειάζεται να διαθέσει και τις εργατοώρες που απαιτούνται για την είσπραξη των οφειλών, υπολογίζεται σε 9.194 ευρώ ετησίως. Η έρευνα της Intrum πραγματοποιήθηκε σε 29 χώρες στην Ευρώπη, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα, σε 10.556 επιχειρήσεις μικρές, μεσαίες και μεγάλες, το διάστημα Νοεμβρίου 2022 – Μαρτίου 2023.
Η Ελλάδα, μάλιστα, σύμφωνα με την έρευνα περιλαμβάνεται στην πρώτη πεντάδα των χωρών εκείνων όπου απαιτείται ο περισσότερος χρόνος για το «κυνήγι» των οφειλετών. Συγκεκριμένα, στην πρώτη θέση βρίσκεται η Φινλανδία, όπου το 51% των επιχειρήσεων ξοδεύει πάνω από 10 ώρες την εβδομάδα για να καταφέρει να εισπράξει ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ακολουθούν η Γαλλία, όπου στην ίδια θέση βρίσκεται το 49% των επιχειρήσεων, η Πολωνία (47% των επιχειρήσεων) και η Γερμανία και η Ελλάδα, όπου το 46% των επιχειρήσεων χρειάζεται να δαπανήσει πάνω από 10 ώρες την εβδομάδα στο «κυνήγι» των χρεών. Μάλιστα, το 5% χρειάζεται να δαπανήσει πάνω από 20 ώρες την εβδομάδα σε αυτή τη διαδικασία.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εκθεση Πληρωμών 2022 της Intrum (σ.σ. η αντίστοιχη φετινή θα δημοσιοποιηθεί στις 23 Μαΐου), ο μέσος πραγματικός χρόνος πληρωμής των επιχειρήσεων προς άλλες επιχειρήσεις ήταν 50 ημέρες και του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις 62 ημέρες, χρόνος κατά 13 ημέρες αυξημένος σε σύγκριση με τον μέσο χρόνο που συμφωνείται ανάμεσα στις δύο πλευρές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2019, την τελευταία χρονιά πριν από την εμφάνιση της COVID-19, ο μέσος πραγματικός χρόνος πληρωμών μεταξύ επιχειρήσεων ήταν στην Ελλάδα 64 ημέρες (με μέσο ευρωπαϊκό όρο τις 40 ημέρες) και των πληρωμών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις 115 ημέρες (με μέσο ευρωπαϊκό όρο τις 42 ημέρες).
Οπως είναι αναμενόμενο, ο κλάδος που κυρίως δαπανά χρόνο για την είσπραξη οφειλών, χρόνος που χρειάζεται για την αποστολή υπενθυμίσεων στους οφειλέτες αλλά και την έκδοση διαταγών πληρωμής και την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, είναι ο χρηματοοικονομικός, κατά βάση δηλαδή οι τράπεζες. Το 45% των επιχειρήσεων του εν λόγω κλάδου δαπανά πάνω από 10 ώρες/εβδομάδα γι’ αυτή τη διαδικασία. Στη δεύτερη θέση (44%) βρίσκεται ο κλάδος των ορυχείων – λατομείων και στην τρίτη θέση με 44% ο δημόσιος τομέας, προφανώς για την είσπραξη κυρίως φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Σχεδόν το 58% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων λαμβάνει νομικά μέτρα για τη διεκδίκηση των απαιτήσεων, ενώ εσωτερικές διαδικασίες ανάκτησης χρέους έχει το 34% των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Intrum από την έκθεση του 2019, το 4,1% των χρεών στην Ελλάδα (το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 25 χωρών στις οποίες είχε γίνει η έρευνα) είχε διαγραφεί.
Από την άλλη υπάρχουν και επιχειρήσεις που επιλέγουν τη διαμεσολάβηση και εν γένει ηπιότερους τρόπους διεκδίκησης των χρημάτων τους, κάτι που μπορεί από τη μια να συμβάλλει στη διατήρηση καλύτερων σχέσεων με τους πελάτες τους, αλλά από την άλλη, σύμφωνα με την Intrum, το κόστος μιας μακρόχρονης διαδικασίας είσπραξης οφειλών είναι μεγαλύτερο.
Σπατάλη πόρων
«Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές πάντα ταλαιπωρούσαν τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, αυτό που κάποτε ήταν απλώς ένα ξεβόλεμα, πλέον έχει εξελιχθεί σε κύρια προτεραιότητα των διοικήσεων των εταιρειών. Πολλές επιχειρήσεις παραδέχονται ότι οι πόροι που σπαταλούν για το “κυνήγι” των ληξιπρόθεσμων οφειλών θα μπορούσαν να διατεθούν για την ανάπτυξη, για επενδύσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την καινοτομία, για προσλήψεις και επανακατάρτιση, καθώς και για γεωγραφική επέκτασή τους, κάτι που βραχυπρόθεσμα απλώς δεν είναι δυνατόν», δήλωσε ο Αντρές Ρούμπιο, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Intrum.
Διαβάστε επίσης:
ΙΟΒΕ: Υποχώρηση της νέας επιχειρηματικότητας στην πανδημία
Έρευνα ΣΒΕ: Αναγκαία η επαναβιομηχάνιση της χώρας – Πώς θα ενισχύσει την οικονομία
ΤτΕ: Μειωμένη η ζήτηση για επιχειρηματικά – στεγαστικά δάνεια
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News